27/3/11

Η ιστορία των κρητικών τοπίων και των ιδιαίτερων φυτών τους

Άρθρο τoυ Oliver Rackham απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG

Αυτή η διάλεξη πρέπει να θεωρηθεί ότι δίνεται από κοινού με την Jennifer Moody. Έχουμε δουλέψει μαζί επί 29 χρόνια και έχουμε γράψει μαζί το βιβλίο The Making of the Cretan Landscape, που τώρα θεωρείται σπάνια και ακριβή συλλεκτική έκδοση. Σκεφτόμαστε να κάνουμε νέα έκδοση. Έχουμε εργαστεί μαζί μαθαίνοντας πολλά σε διάφορες ερευνητικές εργασίες στην Κρήτη, ιδιαίτερα την τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής Σφακιών, όπου συνεργαστήκαμε με την Lucia Nixon και τον Simon Price από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Τι είναι πού δίνει στην Κρήτη την ιδιαιτερότητά της;
Οι αρχαιότητές της, τα βουνά της και τα ενδημικά φυτά της – δηλαδή, τα φυτά που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Η Κρήτη είναι μια ήπειρος σε μινιατούρα, με τις ερήμους της τα δάση της και τις αρκτικές περιοχές της. Έχει πληθώρα φαραγγιών και γκρεμών ως αποτέλεσμα της έντονης τεκτονικής ιστορίας της, έχει οροπέδια εκεί που μεγάλες εκτάσεις της επιφάνειας της γης έχουν υποχωρήσει, έχει κουφωμένους γκρεμούς και άστατες πετρώδεις πλαγιές. Υπάρχουν δύο ειδών έρημοι: η μια οφείλεται στην αλλαγή κλίματος κατά την κυκλική διαδοχή των παγετώνων, η άλλη εξαρτάται από την γεωλογία και έχει την αρχαιότητα του ίδιου του νησιού. Η μια πλευρά ενός βουνού μπορεί να είναι έρημος ενώ η άλλη να καταλήγει σε ζούγκλα. Ολόκληρη η Κρήτη όμως αποτελεί ένα πολιτιστικό τοπίο που έχει αντιμετωπίσει τουλάχιστον χιλιάδες έτη ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Η δημιουργία της Κρήτης
Η Κρήτη δημιουργήθηκε με το ζόρισμα της αφρικανικής επιφανειακής πλάκας κάτω από την Ευρώπη, μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα. Πριν περίπου 8 εκατομμύρια χρόνια η Κρήτη εμφανίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας ως μια σειρά νησάκια με βουνά. Από τότε χρονολογούνται οι παλαιότερες αποδείξεις φυτικής ζωής, τα υπολείμματα φυτών στην Μακρυλιά που τώρα βρίσκεται στην ανατολική Κρήτη. Πάνω από 100 είδη δέντρων και άλλων φυτών έχουν αναγνωριστεί. Μόνο ένα τέταρτο από αυτά είναι γένη, όπως το πεύκο, που υπάρχουν και σήμερα στην Κρήτη. Τα υπόλοιπα είναι δέντρα και φυτά που βρίσκονται σήμερα στην ηπειρωτική Ευρώπη, μαζί με μερικά που σήμερα φυτρώνουν στην νοτιοανατολική Β. Αμερικανική ήπειρο, όπως η λευκή καρυά (hickory), και στη Άπω Ανατολή, όπως η κανέλα και το μοσχοκάρυδο. Αυτά υποδεικνύουν υποτροπικό δάσος και κλίμα υγρότερο και λιγότερο εποχιακό από το σημερινό. Φαντάζεται κανείς ευωδιαστά laurisylvan δάση, όπως στη σημερινή Φλόριντα ή τη Ν. Ιαπωνία, ή σε μικρότερη κλίμακα στα δάση νεφών των Καναρίων νήσων. Υπάρχει μία Zelkova ανάμεσα στα απολιθώματα της Μακρυλιάς που μοιάζει περισσότερο με την Z. serrata από την Ιαπωνία παρά με την Z. abelicea που επιζεί στην Κρήτη, με τα μικρά ανθεκτικά στην ξηρασία φύλλα της.

Η Κρήτη έχει συνεχίσει να είναι νησί, ή μάλλον σειρά νησιών, από τότε, οπότε τα φυτά έχουν συνεχίσει να εξελίσσονται σε απομόνωση και να καταλήγουν ενδημικά. Τα περισσότερα είναι ενδημικά στο επίπεδο του είδους: δεν υπάρχουν ενδημικά γένη ή ενδημικές οικογένειες όπως σε νησιά σαν την Νέα Καληδονία που είναι απομονωμένα επί δεκάδες εκατομμυρίων ετών.

Στη Μεσιακή εποχή, πριν 5 εκατομμύρια χρόνια, η Μεσόγειος στέγνωσε τελείως αφήνοντας την Κρήτη ως κορυφή μιας τεράστιας οροσειράς τριγυρισμένης από ερήμους και αλμυρές λίμνες. Η Κρήτη συνέχισε να υψώνεται, έτσι όταν επέστρεψαν τα νερά έγινε ένα ενιαίο νησί, με τα πρώην χωριστά νησιά να σχηματίζουν τις μεγάλες οροσειρές συνδεδεμένες με νεώτερες αποθέσεις που άφησε η θάλασσα.

Ακολούθησαν οι κύκλοι παγωνιάς της πλειστόκαινου περιόδου. Αυτοί εκδηλώθηκαν ως ξηρές περίοδοι περισσότερο από ψυχρές, παρ’ όλο που υπήρχαν μικροί παγετώνες στον Ψηλορείτη. Το κλίμα γινόταν όλο και πιο στεγνό, έτσι τα περισσότερα είδη του τροπικού δάσους εξαφανίστηκαν. Το πιο κοντινό μέρος με κάτι παρόμοιο με τροπικό δάσος είναι στον Άθω στη βόρεια Ελλάδα. Πάντως, και σήμερα ακόμα μπορεί να πάει κανείς στα αειθαλλή δάση δάφνης του Αποκόρωνα και να πάρει μιαν ιδέα του θροίσματος και της ευωδιάς του εδώ και 8 εκατομμύρια χρόνια laurisylva.

Το σημερινό μεσογειακό κλίμα κατέχει ένα μικρό μόνο μέρος κάθε κύκλου παγετού. Έχει διαρκέσει μόνο μερικές χιλιάδες χρόνια, έτσι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι λίγα μόνο Κρητικά φυτά έχουν προσαρμοστεί πλήρως σ’ αυτό. Μόνο τα εποχιακά επωφελούνται τελείως του χειμώνα ως θερμή υγρή εποχή για ανάπτυξη. Τα περισσότερα φυλλοβόλα δέντρα και οι φυλλοβόλοι θάμνοι αποκτούν φύλλα την άνοιξη και αγωνίζονται να επιζήσουν κατά τη διάρκεια της ζεστής ξηρής εποχής του καλοκαιριού, με εξαίρεση την Ευφορβία την δενδροειδή (Euphorbia dendroides) που έχει φθινοπωρινό χρώμα τον Μάιο, και την Anagyris foetida.

Ζώα
Τα νησιά διαφέρουν από την ηπειρωτική χώρα. Η Κρήτη κατά καιρούς είχε ελέφαντες (έναν ελέφαντα με μέγεθος μοσχαριού), ιπποπόταμους (έναν μακροπόδαρο ιπποποταμάκο που σκαρφάλωνε στα βουνά), και διάφορα ελάφια. Είχε επίσης μεγάλη ποικιλία ποντικών, μερικά από αυτά γιγαντιαία. Σαρκοβόρα όμως δεν είχε πιο απειλητικά από ασβούς. Όπως και σε άλλα νησιά της Μεσογείου η πανίδα δεν ήταν ισορροπημένη.

Ακόμα περισσότερο από συνήθως, τα φυτά προσαρμόζονται στην αντίσταση στη βοσκή. Έτσι το Verbascum spinosum προστατεύεται όχι μόνο από δηλητήριο και απωθητικό χνούδι, όπως άλλα φυτά του γένους του, αλλά και από ένα πολύπλοκο δίκτυο αγκαθιών. Η Zelkova abelicea είναι ένα ορεκτικό δέντρο τύπου φτελιάς, με φύτρες όμως που μετά την πρώτη μπουκιά αποκαλύπτουν μια κοφτερή ξυλοειδή καρδιά που αποτρέπει περαιτέρω βοσκή.

Τι συνέβη στα παράξενα θηλαστικά; Η προφανής απάντηση είναι ότι τα εξόντωσαν οι άνθρωποι, όπως συνέβη με τα μεγάλα θηλαστικά σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Με τη διαφορά όμως ότι η πρώτη ένδειξη παρουσίας ανθρώπων στην Κρήτη ήταν στα πρώτα νεολιθικά χρόνια στην Κνωσό, περίπου πριν 8.000 χρόνια, πολύ μετά από τις τελευταίες ενδείξεις ύπαρξης των ενδημικών αυτών θηλαστικών. Αυτό έχει διαψευσθεί κατά εντυπωσιακό τρόπο τώρα τελευταία με την ανακάλυψη χειροποίητων αντικειμένων Μεσολιθικής και Παλαιολιθικής εποχής εκεί που δεν το περίμενε ποτέ κανείς, κοντά στη νότια ακτή της Κρήτης και στο νησάκι της Γαύδου. Μερικά από τα εργαλεία φαίνονται να είναι πάνω από 130.000 ετών και να μην έχουν φτιαχτεί από Homo sapiens. Οπότε, απ τη μια στιγμή στην άλλη η Κρήτη, από το πιο τελευταία κατοικημένο νησί της Μεσογείου μετατρέπεται στο πρώτο.

Ακόμα και αν η ανθρώπινη παρουσία δεν ήταν συνεχής, μπορούσε να έχει υπάρξει καταστροφική για ορισμένα ζώα – ιδίως εάν οι άνθρωποι έφεραν σκυλιά σε ένα νησί γεμάτο εύγευστα θηλαστικά που δεν ήξεραν πως να τους ξεφύγουν γιατί επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια δεν τα είχε κυνηγήσει κανείς. Μια πιθανή συνέπεια της ανθρώπινης επαφής ήταν η μετατροπή από μια κατάσταση που σήμερα θα ονομάζαμε υπερβόσκηση, όπου οι αριθμοί των ζώων περιορίζονται από την διαθεσιμότητα τροφής και όχι απ το κυνήγι, σε μια κατάσταση ελάχιστης βοσκής.

Ανθρώπινη ιστορία
Εάν οι Νεολιθικοί άνθρωποι βρήκαν την Κρήτη ακατοίκητη, ή υπήρχε ιθαγενής Μεσολιθικός πληθυσμός είναι κάτι που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα. Οι νέοι έποικοι άρχισαν να καλλιεργούν τη γή. Έφεραν αγελάδες και πρόβατα και γουρούνια, και άρχισαν να βοσκούν τα ζώα αυτά. Άρχισαν να χτίζουν έργα υποδομής όπως πεζουλες, δρόμους και μάντρες.

Ξέρουμε ότι η εισαγωγή ζώων βοσκής σε απομονωμένα νησιά όπως η Αγία Ελένη που δεν είχαν ποτέ θηλαστικά της γής επέφερε οικολογική καταστροφή. Αυτό μπορεί να συνέβη και στις Καναρίους Νήσους, αν και η αρχαιολογία των Καναρίων είναι ακόμα αρκετά ασαφής. Η Κρήτη δεν ήταν τέτοια περίπτωση γιατί τα φυτά της ήταν ήδη προσαρμοσμένα σε ζώα βοσκής. Τα πρόβατα και οι κατσίκες αντικατέστησαν τα ελάφια όπως τα ελάφια είχαν πάρει τη θέση των ιπποπόταμων.

Υπάρχει μια πολύ διαδεδομένη θεωρία ότι η Κρήτη, όπως άλλες περιοχές της Μεσογείου ήταν γεμάτη θαυμάσια δάση, και ότι οι άνθρωποι έκοψαν τα δέντρα για να κατασκευάσουν πλεούμενα ή να χτίσουν σπίτια, ή ότι τα έκαψαν, και ό,τι είχε απομείνει φαγώθηκε από τις άπειρες κατσίκες. Η θεωρία παραμένει ασαφής ως προς το πότε συνέβησαν αυτά, αλλά μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ένα μέρος του δάσους υπήρχε ακόμα μέχρι τον 17ο αιώνα, και ότι καταστράφηκε, όπως τόσα άλλα στην Κρήτη από τους «κακούς Τούρκους.»

Αυτό στάθηκε αδύνατον να το πιστοποιήσω. Όλες οι ενδείξεις είναι ότι η Κρήτη σ’ αυτόν τον μεσοπαγετωνικό δεν έχει υπάρξει πολύ πιο δασωμένη απ’ ότι είναι τώρα. Αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Θεόφραστος ήξεραν καλά για την ύπαρξη κυπαρισσιών στην Κρήτη (ήταν η μόνη περιοχή όπου φύτρωναν άγρια) αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αποτελούσαν δάση. Η μελέτη της γύρης που γίνεται τελευταία, δεν κάνει διάκριση μεταξύ της γύρης των δέντρων και των θάμνων, αλλά έχει πολλά παραδείγματα γύρης φυτών όπως ο ασφόδελος που δεν ανθίζουν στη σκιά. Το συμπέρασμα είναι ότι οι τόποι συλλογής της γύρης ήταν περιστοιχισμένοι είτε από maquis (δέντρα καταπονημένα από ξηρασία και βοσκή που καταλήγουν στο μέγεθος των θάμνων) είτε από savanna (σκόρπια δέντρα σε εκτάσεις καλυμμένες με ποώδη βλάστηση), είτε από φρύγανα (υποθαμνώδη βλάστηση), όχι όμως από δάσος.

Η Κρήτη έχει περάσει από περιόδους όταν τα δέντρα σπάνιζαν ακόμα περισσότερο από σήμερα. Φωτογραφίες από εδώ κι έναν αιώνα δείχνουν τα Χανιά και το Ηράκλειο να υψώνονται μέσα τελείως γυμνές εκτάσεις. Από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τα άγρια δέντρα συνεχώς αυξάνονται, γι αυτό συμβαίνουν και οι πυρκαγιές σε περιοχές  εύφλεκτων δέντρων, ιδίως πεύκων, που έχουν καταλάβει τις εγκαταλελειμμένες πεζούλες. Σε αντίθεση, τα μεσογειακά φυτά είναι πιο ανθεκτικά στη φωτιά.

Η μελέτη της γύρης, εφ όσον υπάρχει, δείχνει ότι η σημερινή ποικιλία τοπίων δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη ενός πιο ομογενούς παρελθόντος. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τοπία της σημερινής Κρήτης χρονολογούνται τουλάχιστον από την Εποχή του Ορείχαλκού, ‘όπως η savanna των φυλλοβόλων δρυών γύρω στη Λίμνη Κουρνά.

Στους ιστορικούς χρόνους η Κρήτη έχει αναπτύξει οικιστικά σχήματα μεγάλων χωριών σε μερικά μέρη του νησιού, όπως την Μεσαρά, και πολλών μικρών οικισμών σε άλλα. Η επιβίωση των μικρών οικισμών δεν είναι συνήθης στον ελληνικό κόσμο. Η κατάληψη από τους Τούρκους την δεκαετία του 1640 δεν μοιάζει να επηρέασε το τοπίο. Περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού αλλαξοπίστησε, αλλά συνέχισε να ζει σε μέρη που λέγονταν Αγία Τριάδα ή Παναγιά και να συντηρεί μεσαιωνικά Χριστιανικά ξωκλήσια. Δεν βλέπω καμμιά διαφορά ανάμεσα σε τοπία κατοικημένα από Τούρκους (έως την αλλαγή πληθυσμών του 1923) και από Χριστιανούς.

Ενδημικά φυτά
Περίπου το ένα έβδομο της χλωρίδας της Κρήτης είναι ενδημική της σειράς νησιών από τα Κύθηρα στην Κάρπαθο. (Δε θα επιμείνω σε αριθμούς γιατί εξαρτώνται πολύ απ’ τον ορισμό του ενδημικού που έχει ο κάθε βοτανολόγος.) Όλο ανακαλύπτονται και νέα ενδημικά.

Μερικά ενδημικά είναι παλαιοενδημικά, κατάλοιπα γενών που κάποτε ήταν πιο διαδεδομένα. Έτσι η Κρητική Zelkova είναι κατάλοιπο ενός γένους κοινότατου κάποτε από την Ευρώπη ως την Άπω Ανατολή, που τώρα επιζεί σε συγκεκριμένες μικρές περιοχές της τεράστιας αυτής έκτασης. Ο Κρητικός φοίνικας Phoenix theophrasti, ενδημικός στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, είναι άλλο κατάλοιπο από πριν από την Πλειστόκαινο περίοδο. (Φυτρώνει ακόμα στην Ελληνιστική πόλη Φοίνικας, που ονομάστηκε για το δέντρο, όπου πέρασε έναν χειμώνα ο Άγιος Παύλος.) Άλλα είναι νεοενδημικά, που προήλθαν από είδη της ηπειρωτικής χώρας αφού αποκόπηκε η Κρήτη.

Πού βρίσκονται ή δεν βρίσκονται ενδημικά; Ιδιαίτερα λείπουν από ακτές, βαλτότοπους και καλλιεργημένες εκτάσεις. Επίσης δεν συναντώνται σε δάση: αυτά που χρειάζονται σκιά τείνουν να προτιμούν τη σκιά των βράχων. Αυτό είναι αναμενόμενο εφ όσον τα δάση δεν είναι πολλά στην Κρήτη από πριν από την Πλειστόκαινο περίοδο.

Μερικά Κρητικά ενδημικά συναντώνται σε περιοχές maquis και φρυγάνων, αλλά πιο κοινά είναι σε γκρεμούς και φαράγγια ή σε ψηλά βουνά.

Τα ενδημικά των γκρεμών είναι απομονωμένα στους δικούς τους συγκεκριμένους γκρεμούς, πράγμα που σε μερικές περιπτώσεις όπως του δίανθου (Dianthus), δημιουργεί μια ομάδα ειδών ή υποειδών. Δεν έχουν τρόπο να επεκταθούν. Οι σπόροι τους πέφτουν απ’ τον γκρεμό: πως ξανανεβαίνουν απάνω; Για μερικά ενδημικά ο γκρεμός παρέχει προστασία από ζώα βοσκής: έτσι ο κρητικός έβενος (Ebenus cretica) αφθονεί στους γκρεμούς, αλλά πολλές φορές απλώνεται και σε άλλα μέρη όπου δεν βοσκούν ζώα (όπως οι λόφοι μάργας  ανατολικά της Κνωσού). Μερικά ενδημικά γκρεμών φυτρώνουν στους τεχνητούς γκρεμούς Ενετικών κτιρίων. Έτσι συμβαίνει με την Petromarula pinnata (ενδημικό γένος) που φυτρώνει στα Αρσενάλια (νεώρια) των Χανιών, και τα Verbascum arcturus versus, Hypericum aceriferum και Origanum dictamnus που περιορίζονται σε φυσικούς γκρεμούς.

Τα ψηλά βουνά, που ήταν τα νησιά της Προ-μεσιακής Κρήτης έχουν το καυθένα τα δικά του ενδημικά. Παραδείγματος χάριν, το πιο κοινό φυτό στο οροπέδιο της Νίδας (και τη γύρω του περιοχή) στα χαμηλά του Ψηλορείτη είναι το Polygonum idaeum, που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στο νησί. Η Υψηλή Έρημος στην κορυφή των Λευκών Ορέων στη δυτική Κρήτη έχει ένα εκπληκτικό τοπίο κάρστ, αποτέλεσμα των παγετών, στο οποίο η μισή χλωρίδα είναι ενδημική.

Οι κοντινές βραχονησίδες, με εξαίρεση την Ντία, δεν έχουν Κρητικά ενδημικά φυτά, και μόνο σπάνια έχουν ενδημικά δικά τους, με εξαίρεση το Bupleurum gaudianum της Γαύδου.

Εισαγμένα φυτά και φυτικές ασθένειες
Από τους παλαιότατους χρόνους, από τη Νεολιθική εποχή και μετά, άρχισαν να εισάγονται (είτε ηθελημένα είτε τυχαία) φυτά στο νησί. Αρχαία παραδείγματα εισαγωγών από την Κεντρική Ασία είναι δύο είδη μουριών. Η σύγχρονη κουζίνα και ζωή της Κρήτης, όπως και άλλων Μεσογειακών χωρών, βασίζεται κατά πολύ σε Αμερικανικά φυτά όπως η ντοματιά, η πατάτα, τα καπνά και τα περισσότερα φασόλια.

Όταν ήμουν στη Βενετία μελετώντας Κρητικά αρχεία, βρήκα έναν κατάλογο φυτών ενός Ενετού βοτανολόγου από περίπου το 1640. Το πρώτο φυτό που παρατήρησε φτάνοντας στο Ηράκλειο ήταν ένα ‘Iusgriano con fior d’oro’, που ύστερα από εκτενή έρευνα αποφάσισα ότι ήταν το Hyoscyamus aureus. Ποιό ήταν το πρώτο φυτό που πρόσεξα εγώ στην Κρήτη το 1968; Ήταν το Hyoscyamus aureus που φύτρωνε στα Ενετικά τείχη του Ηρακλείου όταν αποβιβάστηκα απ το καράβι. Μοιάζει να μην υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Πολλά χρόνια αργότερα το βρήκα στα Ιεροσόλυμα και τη Ναζαρέτ, όπου επίσης φυτρώνει σε παλιά τείχη. Μήπως υπάρχει συσχέτιση με προσκυνητές ή σταυροφόρους;

Η Κρήτη ευτυχώς δεν έχει υποστεί εισβολή εξωτικών φυτών που αλλάζουν τα τοπία, όπως έχει συμβεί σε άλλα ζεστά μέρη. Παρ’ όλα αυτά το πιο κοινό φυτό είναι πιθανώς το Oxalis pes-caprae που ήρθε από τη Νότιο Αφρική τον 19ο αιώνα με τα (συνήθως διπλά) λουλούδια του που στρώνουν τους ελαιώνες με ένα κίτρινο χαλί την άνοιξη. Ένα από τα πιο κοινά δέντρα είναι το Ailanthus altissima που έχει καταλάβει την Κνωσό, πρωτοφερμένο από τον Arthur Evans. Όπως πολλά επεκτατικά εξωτικά φυτά είναι κλωνικό, δηλαδή δεν χρειάζεται να ξεκινήσει από σπόρο, και έρχεται από ελάχιστα Μεσογειακό περιβάλλον στην Κίνα.

Ίσως η μεγαλύτερη απειλή για τα οικοσυστήματα του κόσμου μας, ιδίως τα δέντρα και τα δάση, είναι η συνήθεια που έχουν οι άνθρωποι να ανακατεύουν τα φυτά όλου του κόσμου μαζί με τις ασθένειες και τους βλαβερούς οργανισμούς τους. Η Κρήτη, παρ’ όλο που όπως όλα τα άλλα μέρη υπέστη τις επιδημίες του αμπελιών του 19ου αιώνα, μέχρι στιγμής δεν έχει υποφέρει ιδιαίτερα.

Παραδείγματος χάριν, η ασθένεια των κυπαρισσιών Seridium cardinale έχει εξαφανίσει την εισαγμένη «θηλυκιά» μορφή του Cupressus sempervirens, από τα φυτεμένα δέντρα της Κνωσού, αλλά ευτυχώς το ιθαγενές κυπαρίσσι δεν μοιάζει να είναι επιρρεπές.

Το έντομο Marchalina hellenica, μοιάζει με χνουδωτή μελίγκρα και ρουφάει το χυμό των πεύκων. Ένα μεγάλο ποσοστό του μελιού που παράγεται στην Ελλάδα φαίνεται ότι προέρχεται όχι από λουλούδια αλλά από τις εκκρίσεις των εντόμων που επιτίθενται στα κωνοφόρα δέντρα, ιδίως τα πεύκα. Γι αυτό το λόγο Marchalina είναι ευπρόσδεκτη από τους παραγωγούς μελιού και λέγεται ότι το κράτος τους επιδοτεί να αυξήσουν τον πληθυσμό του εντόμου. Τώρα έχει απλωθεί στις ξερές νότιες πλαγιές των Λευκών Ορέων, ασπρίζοντας τους κορμούς των Pinus brutia και σκοτώνοντας πολλά απ τα δέντρα αυτά. Σε μικρότερη κλίμακα έχει ξαπλωθεί και σε κυπαρίσσια.

Tα τελευταία χρόνια έγινε της μόδας η εισαγωγή φοινίκων στην Κρήτη. Ξεκίνησε, λένε, με την εκστρατεία «ωραιοποίησης» εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, παρ όλο που οι ίδιοι οι αγώνες έγιναν στη μακρινή Αθήνα. Αναπόφευκτα αυτό έφερε στην Κρήτη τον κόκκινο ρυγχωτό κάνθαρο ένα μεγάλο έντομο που σκάβει σήραγγες μέσα στον κορμό του φοίνικα και τον καταστρέφει. Περίπου το ένα τρίτο των φοινίκων Καναρίων νήσων που φυτεύτηκαν από τον Έβανς στη Βίλλα Αριάδνη έχουν ξεραθεί, και διαδικασία της καταστροφής των μολυσμένων φοινίκων έχει δώσει αφορμή στη δημιουργία ειδικών επιχειρήσεων. Οι προοπτικές για τον φοίνικα του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti) δεν είναι καλές.

Αρχαία δέντρα και πεζούλες
Η Κρήτη είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αρχαία δέντρα με ηλικία που καθορίζεται από τους δακτυλίους του κορμού. Πολλές απ τις ελιές είναι της ενετικής εποχής, μερικές της βυζαντινής και ελάχιστες ακόμα αρχαιότερες. Στη δυτική Κρήτη υπάρχουν μεσαιωνικές καστανιές. Μεταξύ των πιο ασυνήθιστων δέντρων της Ευρώπης είναι τα ψηλά κυπαρίσσια των Λευκών Ορέων, στις παρυφές της Υψηλής Ερήμου, το πλησιέστερο είδος στα Pinus longaeva της Αριζόνας. Τα περίεργα και αξιοσέβαστα αυτά δεντράκια αποτελούν το θέμα μελέτης που κάνουμε από κοινού με τον Tomasz Wazny του Δενδρολογικού Εργαστηρίου του πανεπιστημίου Cornell.

Οι πεζούλες στην Κρήτη απλώνονται σε μεγάλο μέρος των λόφων και των βουνών. Πότε άρχισαν να τις χτίζουν; Όπως και σε άλλα μέρη της Μεσογείου υπάρχουν ελάχιστα στοχεία για την ιστορία τους. Ελείψει γραπτών στοιχείων πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την ηλικία των δέντρων ως ένδειξη. Πολλές από τις αρχαίες ελιές και άλλα παμπάλαια δέντρα φυτρώνουν πάνω στα τειχία ή στα απομεινάρια παλαιών πεζούλων. Που πρέπει να έχουν τουλάχιστον την ίδια ηλικία. Οι θεόρατες ελιές κοντά στο Λουτρό, που μπορεί και να τις είδε ο Άγιος Παύλος στο τελευταίο του ταξίδι, φυτρώνουν πάνω σε τοιχία από πεζούλες Ρωμαϊκής ή Ελληνιστικής εποχής. Οι αρχαιότερες, μέχρις στιγμής, πεζούλες είναι στη νησίδα Ψείρα, και έχουν τοποθετηθεί χρονικά σύμφωνα με την ανασκαφή της Julie Clark στην μέση εποχή του Ορείχαλκου.

Η υπόθεση Ιτάνου
Γιατί παρέλειψαν οι Rackham και Moody στο The Making of the Cretan Landscape να αναφέρουν τίποτα για τη βορειοανατολική μύτη της Κρήτης; Γιατί την εποχή που γράφαμε έμοιαζε να είναι μια άδεια περιοχή που δεν είχε μελετηθεί ούτε από εμάς ούτε από κανέναν άλλο. Μόνο δύο μέρη ήταν γνωστά: η εγκαταλελειμμένη αρχαία πόλη της Ιτάνου, και το περίφημο δάσος με τις φοινικιές Phoenix theophrasti στο Βάι.

Είχαμε από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, που μελετούσε την πόλη της Ιτάνου επί 50 χρόνια και ενδιαφερόταν για το γύρω τοπίο, την παράκληση να δώσουμε μια γνώμη για το τοπίο, και το γιατί μερικά μέρη είχαν ελαφρά απομεινάρια από πεζούλες. Αυτό που βρήκαμε ήταν ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα από Βυζαντινά, Κλασσικά, Μινωικά και ακόμα και νεολιθικά στοιχεία τοπίου – πεζούλες, δρόμους, αγροκτήματα, περιφράξεις – ελάχιστα επηρεασμένα από μεσαιωνική ή σύγχρονη καλλιέργεια.

Η περιοχή έχει και πρώτιστη οικολογική σημασία. Μεταξύ των ενδημικών της είναι μερικά από τα σπανιότερα φυτά του κόσμου, όπως ο Ammanthus filiformis. Το περίεργο ξηρό τοπίο έχει μικρά φυτάκια προσαρμοσμένα στη ξηρασία που εμφανίζονται και ανθίζουν τον χειμώνα και εξαφανίζονται ώσπου να προλάβεις να τα προσέξεις.

Γιατί έχει εγκαταλειφθεί για πάνω από χίλια χρόνια η περιοχή αυτή; Δεν αποκλείεται το κλίμα να ήταν καλύτερο στο παρελθόν. Όμως η πιο πιθανή απάντηση είναι η πειρατεία. Με τους βαθιούς κόλπους της σε διάφορες κατευθύνσεις, η χερσόνησος ήταν ανοιχτή σε επιθέσεις απ τους κουρσάρους που έστηναν καρτέρι στη ναυτιλία των στενών της Καρπάθου. Μετά την πτώση της Ιτάνου δεν υπήρχε φρουρά να προστατεύσει την περιοχή.

Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι γιατί η περιοχή αυτή δεν έχει αναπτυχθεί: έλλειψη νερού, απότομες ακτές, και κλίμα με δυνατούς ανέμους. Όμως, μια εταιρία (ντρέπομαι να ομολογήσω μια Βρετανική εταιρία) σκόπευε να αφιερώσει αυτήν την βορειανατολική γωνιά της Κρήτης σε ανάπτυξη βασισμένη σε γήπεδα του γκολφ. Όποιος ξέρει την περιοχή θα γελάσει με την ιδέα ότι είναι δυνατόν άνθρωποι να παίξουν γκολφ εκεί. Η Dr Moody και εγώ κυκλοφορήσαμε μία αίτηση εναντίον της ανάπτυξης, και έχουμε συγκεντρώσει 11.000 υπογραφές.*

Το σχέδιο αντιμετώπισε νομικές δυσκολίες έκτοτε που έχουν φτάσει στο Συμβούλιο Επικρατείας στην Αθήνα, τώρα όμως που γράφω αυτή τη διάλεξη δεν έχει βγει ακόμα απόφαση. [Στον ενδιάμεσο χρόνο η ανάπτυξη έχει θεωρηθεί παράνομη.]

Πρόσφατα η Ελλάδα έχει αποδεχθεί την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Τοπία (European Landscape Convention). Η χερσόνησος είναι ένας από τους τόπους πού έχουν περιληφθεί διεθνώς στο σχήμα NATURA 2000. Περίπου ένα τέταρτο της Κρήτης περιλαμβάνεται στη μία ή και τις δύο κατηγορίες της NATURA 2000. Η διαδικασία του χαρακτηρισμού (στην οποία δεν είχα ανάμειξη) έγινε πολύ σωστά – περιελήφθη ακόμα και η μικρή περιοχή laurisylva που απομένει. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι χαρακτηρισμένες περιοχές της Κρήτης είναι εκείνες που κανείς άλλος δε θέλει.

Ο Oliver Rackham OBE FBA FSA είναι Fellow και πρώην Master του Κολλεγίου Corpus Christi στο Cambridge. Είναι βοτανολόγος και ιστορικός της οικολογίας με ειδικό ενδιαφέρον για το τοπίο της Κρήτης για πάνω από 40 χρόνια.
Το άρθρο αυτό είναι το κείμενο της διάλεξης που έδωσε στα Χανιά στις 16 Οκτωβρίου 2010 κατά την 16η Ετήσια Συνέλευση του Συλλόγου Μεσογειακής Κηπουρικής (Mediterranean Garden Society).


*Η ανάπτυξη αυτή είναι το θέμα ταινίας των Βαγγέλη Καλαϊτζή και Cliff Cook, με τίτλο Χίλιες χαμένες μπάλες του γκολφ ( A Thousand Lost Golf Balls).

24/2/11

Cyclamen graecum: μια φθινοπωρινή ομορφιά της Σπάροζας

Άρθρο τoυ Alisdair Aird απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG



Το Cyclamen graecum ανθίζει καθώς το έδαφος αρχίζει να δροσίζει, ιδίως μετά τα πρωτοβρόχια. Στην πλαγιά της Σπάροζας, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας, η πρώτη εντύπωση είναι ενός χαλιού από ροζ τουφίτσες.Αν και περιέγραφε ένα διαφορετικό είδος, το C. hederifolium, ο D. H. Lawrence σ’ ένα απόσπασμα του ποιήματος του 1923 "Sicilian Cyclamens" (Κυκλάμινα της Σικελίας) πιάνει εύστοχα την εντύπωση αυτή:

Cyclamens, ruddy-muzzled cyclamens
In little bunches like bunches of wild hares
Muzzles together, ears a-prick,
Whispering witchcraft
Like women at a well, the dawn-fountain.
(Κυκλάμινα, με τις ρόδινες μουσούδες τους
Σε τούφες σαν παρέες άγριων λαγών
Που ψιθυρίζουν, μ αυτιά στημένα,
Μάγια και ξόρκια
Σα γυναίκες σε πηγάδι, πηγή της αυγής.)

Παρατηρώντας προσεκτικά το κάθε φυτό βλέπει κανείς ότι όλα άνθη διαφέρουν, με χρώμα από σχεδόν άσπρο ή αχνότατο ροζ, έως έντονα ρόδινο ή και κόκκινο, με πέταλα πότε φαρδιά και στρογγυλεμένα, πότε κομψά και πιο μυτερά, μερικά με στιλάτη ελικοειδή κίνηση. Τα πιο πολλά έχουν μικρές προεξοχές στις «μουσούδες» απ όπου ξεκινούν τα πέταλα, και γραμμώσεις ή λεκέδες σε πιο σκούρο τόνο να απλώνονται προς τα επάνω από την βάση. Σχεδόν πάντα βλέπεις αυτό το χρωματάκι της βάσης, ακόμα και σε άνθη φαινομενικά ολόλευκα. Οι πραγματικά ολόλευκες μορφές είναι καλλιεργημένες συνήθως. Πολύ σπάνια εμφανίζονται στη φύση – έχω δει ελάχιστες περιπτώσεις στην Κρήτη, και έχω ακούσει για άλλες στην Πελοπόννησο.

Στη Σπάροζα υπάρχουν πολλές εκατοντάδες απ αυτό το μαγευτικό κυκλάμινο, οι περισσότερες φυτρώνουν (όπως συμβαίνει συνήθως μ’ αυτό το ανθεκτικό είδος) στον ήλιο. Μερικές απ τις πιο εντυπωσιακές συγκεντρώσεις είναι προς την κορυφή της πλαγιάς, ιδίως ανάμεσα σε θραύσματα βράχου γύρω στα νεαρά κυπαρίσσια και τις μικρές χαρουπιές. Είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό του ελληνικού φθινοπώρου, ο συνδυασμός των κυκλάμινων, του έντονου αρώματος των ανθών της αρσενικής χαρουπιάς (απαλά κίτρινα βουρτσάκια), και του βουητού των μελισσών που τους τριγυρίζουν.

Συχνότατα στην Ελλάδα τα κυκλάμινα εμφανίζονται έτσι μέσα σε σωρούς σπασμένων βράχων, συχνά στις άκρες αγρών ή εγκαταλελειμμένων ελαιώνων. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται μερικώς στο ότι όταν το έδαφος καλλιεργείται, είτε με τσάπα και ελαφρύ αλέτρι όπως παλιά είτε με τη μηχανική φρέζα των καιρών μας, οι ξεριζωμένες πατάτες του κυκλάμινου πετιούνται σε σωρούς στην άκρη, μαζί με τις πέτρες, τους βράχους και τα άλλα εμπόδια στην καλλιέργεια που αφαιρέθηκαν, και καταλήγουν να ριζώνουνε εκεί. Αλλά ο κύριος λόγος πιθανώς είναι ότι οι σπόροι του κυκλάμινου που μεταφέρονται από μερμήγκια έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να φυτρώσουν σε μια βαθιά προστατευμένη κρυψώνα ανάμεσα σε πέτρες παρά στο ανοιχτό έδαφος.

Αυτό το είδος του κυκλάμινου δεν είναι συνήθως αρωματικό, ιδίως στην κυρίως Ελλάδα, αλλά κάθε τόσο συναντά κανείς φυτά με άνθη που έχουν ελαφρό ευχάριστο άρωμα από καραμέλες. Για φθινοπωρινό άρωμα στη Σπάροζα υπάρχουν οι Narcissus serotinus, οι άγριοι λεπτοί φίνοι νάρκισσοι με την αγγλική κοινή ονομασία που τους παρομοιάζει με το μάτι του φασιανού που δεσπόζουν ανάμεσα στους βολβούς με εντονότατο άρωμα εκτός κλίμακας για ένα τόσο μικροκαμωμένο λουλουδάκι.

Άλλοι βολβοί που ανθίζουν ανάμεσα στους νάρκισσους της Σπάροζας την ίδια εποχή είναι το μικρούλι Prospero autumnalis (syn. Scilla autumnalis), που σε ποσότητα πρέπει σίγουρα να είναι ο πιο κοινός άγριος φθινοπωρινός βολβός της Ευρώπης, και το ντόπιο ιθαγενές Merendera attica. Επίσης ο λευκός Crocus boryi από τη νότια Ελλάδα, ο απαλός μωβ C. goulimyi από τη νότια Πελοπόννησο (πολύ χαρακτηριστικός με το μακρύ κοτσάνι και το κομψό ανοιχτό κύπελλο που σχηματίζουν τα πέταλά του), η φανταχτερή κίτρινη Sternbergia lutea (και μια μικρή έκταση από το πιο μικρό αλλά συγγενές της είδος απ την Κρήτη, την S. greuteriana), και αρκετές αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις του διασκεδαστικού Arisarum proboscideum με τις μακριές ποντικοουρές.

Τα άνθη  των κυκλάμινων συνήθως τελειώνουν κατά τον Νοέμβριο, αν και σε άλλα μέρη βρίσκεις ανθισμένα φυτά ακόμα και τον Δεκέμβριο, και έχω ακούσει ότι στον Υμηττό, πολύ κοντά στη Σπάροζα, μερικά μένουν ανθισμένα ως το τέλος Ιανουαρίου. Στη ζεστή πλαγιά της Σπάροζας, καθώς τελειώνουν τα κυκλάμινα, αρχίζουν να ανθίζουν οι πρώτες ανεμώνες Anemone coronaria, με τα »φτερωτά» φύλλα, πρώτα κυρίως οι λευκές και ελάχιστες από τις ροζ και μωβ που αργότερα καθώς μπαίνει για καλά ο χειμώνας θα κυριαρχήσουν. Επίσης αρχίζουν να εμφανίζονται τούφες από τον Μεσογειακό Narcissus papyraceus, με την πλούσια ευωδιά τους. Τα πρώτα σπαθωτά πράσινα φύλλα των ασφοδέλων αρχίζουν να εμφανίζονται ανάμεσα στα κυκλάμινα, και καθώς η Σάλλη Ραζέλου επεκτείνει τα φυτέματα τα υπέροχα μεγάλα φύλλα της κρεμμύδας (Σκιλοκρόμμυδου) Drimia maritima (syn. Urginea maritima) βγαίνουν παντού. Είναι οι τεράστιοι βολβοί που βλέπουμε να πουλάνε στους δρόμους την πρωτοχρονιά, στολισμένους με χρυσόχαρτα και κορδέλες για το γούρι του νέου χρόνου (μια παράδοση που συνεχίζεται από τα αρχαία χρόνια).

Καθώς μαραίνονται τα κυκλάμινα τα φύλλα τους ανοίγουν και απλώνονται σ’ όλη την ομορφιά τους. Απ όλα τα είδη κυκλάμινων, τα φύλλα του Cyclamen graecum είναι τα ωραιότερα. Συχνά το σχήμα τους είναι της «κούπας» από την τράπουλα, και συνήθως σχηματίζουν μια όμορφη ροζέτα με τις άκρες προς τα έξω. Το κάθε φύλλο δεν είναι πολύ μεγάλο – σε ηλιόλουστα μέρη γύρα στα 6 εκ μάκρος, αλλά σε πιο υγρά και προστατευμένα μέρη μπορεί να συνεχίσουν να μεγαλώνουν όλο το χειμώνα και να γίνουν αρκετά μεγαλύτερα.  Κάθε ροζέτα μπορεί να αποτελείται και από μερικές ντουζίνες φύλλων που επικαλύπτουν το ένα το άλλο – εντυπωσιακό θέαμα – αλλά συνήθως έχουν μόνο μια σειρά από 10-12 φύλλα. Τα σκουροπράσινα φύλλα έχουν μια μοναδική επιφανειακή υφή που φαίνεται καλύτερα αργά το φθινόπωρο, μόλις έχουν ανοίξει τελείως και πριν υποστούν τη φθορά των καιρικών συνθηκών. Αυτή η υφή τους δίνει μια γυαλάδα σαν από σατέν η βελούδο, και έχουν ασημόχρωμα σχέδια – ένα διακεκομμένο βραχιόλι κοντά στην περιφέρεια του φύλλου, και μια κεντρική ασημένια ασπίδα με πολλές ασημένιες «φλέβες» να διακλαδώνονται σ’όλη την επιφάνεια. Η ποικιλία μοιάζει απεριόριστη, και κάθε φυτό έχει την ιδιαίτερη του παραλλαγή. Σε μερικά από τα φυτά της Σπάροζας αυτό το ασημί χρώμα καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του φύλλου – κάτι που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές της Αττικής αλλά είναι πολύ σπάνιο αλλού. Αξίζει πάντα να σηκώσει κανείς το φύλλο για να δει την κάτω του μεριά: Μερικές φορες είναι απλώς πράσινη αλλά συχνά είναι κοκκινωπή, η ακόμα και με βαθύ βυσσινί χρώμα.

Σε κάθε φυτό τα φύλλα είναι όμοια μεταξύ τους. Καμιά φορά, βλέπεις δύο τρία φυτά που βρίσκονται πολύ κοντά να μοιάζουν όμοια, αν όμως σκαλίσεις προσεκτικά το χώμα γύρω τους θα δεις ότι σχεδόν πάντα τα φύλλα φυτρώνουν όχι από την πατάτα αλλά από ένα ξυλώδες υπόγειο κοτσάνι. Τα άλλα όμοια «φυτά» θα φυτρώνουν κι αυτά από ανάλογα κοτσάνια, και όλα θα βγαίνουν από την ίδια πατάτα. Έτσι αυτή η μικρή ομάδα όμοιων φυτών αποδεικνύεται ότι είναι ένα και μοναδικό. Τα κοτσάνια αυτά, που λέγονται floral trunks (ανθικοι κορμοί;) μπορεί να φτάσουν μήκος έως και 30εκ. Και να βγαίνουν από μια πατάτα που βρίσκεται βαθειά στη γη, ίσως κάτω από έναν βράχο ή μια μεγάλη πέτρα.  Οι ίδιες οι πατάτες έχουν πολύ ενδιαφέρον. Σ’ αυτήν την κατηγορία, οι βρώσιμες πατάτες, ή οι ντάλιες αναπτύσσονται από ρίζες. Η πατάτα του κυκλάμινου είναι διαφορετική: για να χρησιμοποιήσω τους τεχνικούς όρους, είναι πρησμένοι hypocotyls (υποκότυλοι;) – ο υποκότυλος είναι η περιοχή ανάμεσα στο κοτσάνι και τη ρίζα ενός φυντανιού. Το Cyclamen graecum δεν παίρνει μπρός γρήγορα – τυπικά παίρνει τρία-τέσσερα χρόνια έως ότου ανθίσει για πρώτη φορά, όταν πια η πατάτα του έχει διάμετρο περίπου δύο εκατοστά. Από την άλλη μεριά είναι μακρόβιο και ανθεκτικό. Πολλά από τα φυτά της Σπάροζας είναι αρκετών δεκαετιών. Σε άλλα μέρη έχω δει πατάτες με το μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού. Ενα φυτό δικό μου που έχει μέγεθος πιάτου και έχει μεγαλώσει ελάχιστα στα 35 χρόνια που το έχω πρέπει να είναι υπεραιωνόβιο.


Αν και οι πατάτες είναι από τη φύση τους σφαιρικές, συνήθως εξελίσσονται σε διάφορα απίθανα σχήματα, ανάλογα με το περιβάλλον τους. Ας πούμε, μία που αναπτύσσεται δίπλα σε έναν βράχο με επίπεδη επιφάνεια θα γίνει τελείως επίπεδη από αυτή τη μεριά. Αν ένα  φυντάνι έχει γονιμοποιηθεί βαθειά σε μια σχισμάδα βράχου, η πατάτα του θα μεγαλώσει γεμίζοντας τη σχισμάδα σα να ήταν χυμένη σε καλούπι, και τα άνθη και φύλλα της θα μοιάζουν να φυτρώνουν κατευθείαν απ τον βράχο – πολύ ενδιαφέρον θέαμα.


Οι ρίζες αυτού του είδους διαφέρουν από εαυτές άλλων κυκλάμινων. Οι κυρίως ρίζες είναι χοντρές, σαρκώδεις και κορδονοειδείς, με τη δύναμη να στηρίζουν την πατάτα απόλυτα ακόμα και αν έχει ξεσκεπαστεί από τα στοιχεία της φύσης, ή (όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα και Τουρκία) από εκσκαφές δρόμων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα άνθη και τα φύλλα φυτρώνουν κατ’ ευθείαν απ’ την ορατή επιφάνεια της πατάτας.  Πολλοί πιστεύουν ότι αυτές οι γερές ρίζες μπορούν, τουλάχιστον στην αρχή, να συμπτυχθούν, τραβώντας έτσι τη νεαρή πατάτα πιο βαθειά για να την στερεώσουν. Είναι σίγουρο ότι μοιάζουν να έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά παρόλα αυτά εγώ θεωρώ ότι αυτό είναι μύθος. Αυτό που αληθεύει, όμως, είναι ότι οι λεπτότερες ρίζες που τρέφουν την πατάτα μπορούν να εισχωρήσουν σε μεγάλο βάθος, βρίσκοντας αποθέματα έστω και ελάχιστης υγρασίας ακόμα και την εποχή της ξηρασίας, που αυτό το είδος μοιάζει να ανέχεται ανετότατα.

Η καλύτερη εποχή για να συλλέξετε σπόρους είναι ακριβώς πριν από αυτούς τους καλοκαιρινούς μήνες, πριν μαραθούν τα φύλλα.  Όπως και τα περισσότερα άλλα είδη κυκλάμινων, το C. graecum προστατεύει τους παχουλούς καρπούς του γεμάτους σπόρους, που φτάνουν στο μέγεθος ενός πολύ μεγάλου μπιζελιού, καθώς ωριμάζουν κρύβοντας τους χαμηλά κοντά στη βάση των φύλλων και των γύρω ξερών.  Μόλις ένα άνθος γονιμοποιηθεί, το κοτσάνι του αρχίζει να περιστρέφεται ελικοειδώς και σε λίγο μοιάζει σαν μικρή σούστα. Σε άλλα είδη κυκλάμινων αυτή περιστροφή αρχίζει ή από την κορυφή ή από την βάση, αλλα στο C. graecum συνήθως ξεκινάει από τη μέση του κοτσανιού στρεφόμενο προς τις δύο κατευθύνσεις. Εάν θέλετε σπόρο, το ιδεώδες είναι να βρείτε καρπό  με επιφάνεια χαλαρή. Αν η επιφάνεια είναι σφικτή οι άγουροι σπόροι διατηρούνται σε μια ανοιχτόχρωμη σάρκα.  Μετά η επιφάνεια στεγνώνει και σκάει αποκαλύπτοντας σπόρους με χρώμα ανοιχτό καφετί μέσα σε μια κολλώδη ουσία χρώματος μελιού. Η ουσία αυτή είναι τόσο ελκυστική για τα μερμήγκια, πού αυτά γρήγορα καταλαμβάνουν τον ανοικτό καρπό εξαφανίζοντας τους σπόρους.  Η καλύτερη ευκαιρία να βρείτε ώριμους σπόρους είναι όταν είναι χαλαρή η επιδερμίδα του καρπού, πριν σκάσει και ανοίξει.

Η συλλογή σπόρου άγριων κυκλάμινων επιτρέπεται από την τρέχουσα νομοθεσία οικολογικής προστασίας (αν και τοπικοί νόμοι την απαγορεύουν στην Τουρκία). Αφαιρώντας όμως φυτά ολόκληρα άγριων κυκλάμινων απαγορεύεται αυστηρά.  Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να μεταφυτευτεί με επιτυχία ένα ώριμο άγριο C. Graecum με το εκτεταμένο ριζικό του σύστημα. Το πιο εύκολο είναι να σκορπίσει κανείς με τα πρωτοβρόχια σπόρους στους πιο κατάλληλους τόπους ενός μεσογειακού κήπου: ανάμεσα σε βράχους, ή σε σχισμάδες βράχου, ανάμεσα στις ρίζες ελιάς, δίπλα σε μονοπάτια, σε γυμνά πετρώδη μέρη κοντά σε θάμνους, ή σε σωρούς από πέτρες. Σπόροι από τα κυκλάμινα της Σπάροζας συνήθως διατίθεται από το MGS. Το Cyclamen Society επίσης διαθέτει για τα μέλη του σπόρους που περιλαμβάνουν διάφορες ποικιλίες C. graecum, και γενικοί κατάλογοι σπόρων όπως οι Chiltern Seeds και Seeds-by-Size (για μεγάλες ποσότητες) επίσης διαθέτουν αρκετές ποικιλίες.


22/2/11

Μερικές σάλβιες σε γλάστρες με σχόλια απ' την Σπάροζα

Άρθρο της Caroline Harbouri απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG

Τα τελευταία πέντε χρόνια από τότε που άφησα τον παλιό μου κήπο, πειραματίζομαι προσπαθώντας να εξακριβώσω ποια φυτά μπορούν να μεγαλώσουν με επιτυχία σε γλάστρες κάτω από τις ζεστές και ηλιόλουστες συνθήκες που επικρατούν στην ταράτσα μου στο κέντρο της Αθήνας. Ως κριτήρια επιτυχίας έχω, όχι μόνο το αν ένα φυτό επιζεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε γλάστρα, αλλά αν ανθοφορεί στη γλάστρα όσο ή σχεδόν όσο στη γη. Το γένος Solanum, ας πούμε δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στο δεύτερο κριτήριο. Το αναρριχητικό Solanum crispum μεγαλώνει και ανθοφορεί αρκετά καλά, το S. rantonnetii, όμως αναγκάστηκα να το χαρίσω, γιατί όπως ήμουνα συνηθισμένη στην άπλετη ανθοφορία του στον παλιό μου κήπο, δεν άντεχα να το βλέπω με λίγα μίζερα άνθη στη γλάστρα. Για το S. laciniatum δεν έχω φτάσει ακόμα σε τελικό συμπέρασμα. Έχω τον πειρασμό, αν βρω το πολύ ευαίσθητο αναρριχητικό S. wendlandii, να το δοκιμάσω σε κάποια προστατευμένη γωνιά, με τη θεωρία ότι αν ένα αναρριχητικό Solanum πάει καλά, μπορεί να πάει καλά και άλλο. Αντίθετα, όλες οι σάλβιες είχαν μεγάλη επιτυχία σε γλάστρες.

Πριν αρχίσω να τις σχολιάζω μία μία, πρέπει να περιγράψω τις συνθήκες κάτω απ τις οποίες μεγαλώνουν τα φυτά μου. Όλα τα φυτά στην ταράτσα μου είναι σε πλαστικές γλάστρες (πρέπει να πω ότι μισώ τις πλαστικές γλάστρες και θα προτιμούσα να ήταν πήλινες, αλλά δεδομένου ότι έχω πάρα πολλά φυτά, πρέπει να λάβω υπόψη τη σημαντική διαφορά βάρους μεταξύ πλαστικού και πηλού και με βαριά καρδιά να διαλέξω το πρώτο). Χρησιμοποιώ αρκετά ελαφρύ χώμα για γλάστρες με μεγάλο ποσοστό κόμποστ από φύλλα – το κοκκινόχωμα της Αττικής είναι πολύ βαρύ για ταράτσα. Όλα τα φυτά ποτίζονται καθημερινά το καλοκαίρι ή με αυτόματο σύστημα ή με το χέρι, και τον υπόλοιπο χρόνο με το χέρι ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες τους. Όλα είναι στον ήλιο από το πρωί ως το βράδυ το καλοκαίρι χωρίς καθόλου σκιά εκτός απ’ ό,τι προσφέρουν τα γειτονικά φυτά. Επειδή για λόγους και χώρου και βάρους δεν μπορώ επ’ άπειρον να μεταφέρω φυτά σε όλο και μεγαλύτερες γλάστρες, τα μεγάλα θαμνώδη που δεν μπορούν να διαιρεθούν υποβάλλονται σε μια άγρια διαδικασία κάθε δύο χρόνια: Τα βγάζω απ τη γλάστρα, κουτσουρεύω τις ρίζες τους κατά ένα τρίτο, τα κλαδεύω κατά το μισό ή δύο τρίτα, και τα ξαναβάζω στη γλάστρα τους με φρέσκο χώμα. Μέχρις στιγμής όλα έχουν πάει καλά με αυτή τη μεταχείριση. Άλλα φυτά διαιρούνται όταν μεγαλώνουν πολύ, και χαρίζω τα παράγωγα σε φίλους. Καμιά από τις σάλβιες μου ακόμα δεν έχει υποστεί την δραστική μεταχείριση, αν και μια δύο έχουν διαιρεθεί.

Salvia guaranitica
Αυτή αποτελεί εξαίρεση, επειδή δεν είναι στην ταράτσα αλλά στην μικροσκοπική αυλή μου στο ισόγειο, που σημαίνει ότι μπορώ και την έχω σε πήλινη γλάστρα. Την απέκτησα ως μόσχευμα ριζωμένο και τώρα είναι πιο ψηλή από μένα. Μ’ αρέσουν πολύ τα πλούσια βαθειά μωβ άνθη της με τους εντυπωσιακούς σχεδόν μαύρους κάλυκες που φυτρώνουν ανάμεσα στα φύλλα και τις ροζ τρομπέτες της γειτονικής Podranea ricasoliana. Είναι τόσο πληθωρική που την κλαδεύω τακτικά. Σκοπεύω να την βάλω σε μεγαλύτερη γλάστρα τώρα τον χειμώνα. Το περασμένο καλοκαίρι είχε προβλήματα με κάποια ζωύφια scale (η μόνη από τις σάλβιες μου) που αντιμετώπισα με προσωπική μεταχείριση: αφαιρώ τα φριχτά ζουζούνια με το χέρι και σκουπίζω τα κοτσάνια με βαμβάκι βουτηγμένο σε σαπουνόνερο με λίγες σταγόνες καθαρό οινόπνευμα. Μοιάζει να είναι αποτελεσματικό.

Salvia x jamensis
Αυτή έχει μεγάλη επιτυχία. Ακόμα και σε γλάστρα γίνεται μεγάλος και απλωτός, λίγο ακατάστατος, θάμνος με αρωματικά πράσινα φύλλα, και ανθίζει (τα σκούρα κόκκινα λουλούδια μοιάζουν με της S. microphylla αλλά λίγο μεγαλύτερα) για πολλούς μήνες το χρόνο, αν και η κύρια ανθοφορία της είναι νωρίς το καλοκαίρι. Την κλαδεύω όταν παραμεγαλώνει και μου το ανταποδίδει με ακόμα πιο ενθουσιώδη ανάπτυξη. Δε θα την αποχωριζόμουνα με τίποτα.

Salvia elegans
Στα αγγλικά τη λένε «Σάλβια του ανανά», αν και πρέπει να πω εμένα δεν μου μυρίζει σαν ανανάς. Απ όλες μου τις σάλβιες αυτή είναι η λιγότερο ευτυχής το καλοκαίρι στην ταράτσα μου που ψήνεται όλη μέρα, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι έρχεται από τα υψηλά υψόμετρα του Μεξικού. Έτσι φροντίζω τον Ιούλιο και τον Αύγουστο να την χώνω κάτω από τη σκιά υψηλότερων φυτών και να είμαι βέβαιη ότι έχει πιάτο κάτω απ τη γλάστρα για να διατηρεί υγρασία. Μόλις τελειώσουν οι μεγάλες ζέστες τη βγάζω στον ήλιο και ζωντανεύει. Τώρα που γράφω είναι Νοέμβριος και είναι γεμάτη κατακόκκινα άνθη.

Salvia madrensis
Αυτή η σάλβια με τα κίτρινα λουλούδια επίσης μου ήρθε απ τη Σπάροζα. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν αγαπώ ιδιαίτερα τους πυργίσκους από λουλούδια που πετάει το φθινόπωρο, γιατί έχουν ένα χρώμα ωχρό κίτρινο που δεν μου αρέσει. Βέβαια δε φτάνω στο σημείο να τους κόψω. Την έχω κυρίως για τα όμορφα μεγάλα σκουροπράσινα φύλλα με την υπέροχη «τσαλακωμένη» υφή που έρχονται σε όμορφη αντίθεση με τα φύλλα των γύρω φυτών. Τα τετραγωνισμένα κοτσάνια χαρακτηριστικά της σάλβιας είναι ιδιαίτερα φανερά, με τονισμένες αρθρώσεις. Θέλει συνεχές πότισμα, απλώνεται πολύ γρήγορα και χρειάζεται διαίρεση. Την κόβω έως το έδαφος κάθε χειμώνα. Οι νέες φύτρες την άνοιξη είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τα σαλιγκάρια , και χρειάζεται να κάνω νυκτερινές περιπολίες με φακό.

Salvia leucantha
Και αυτή την κόβω ως το έδαφος κάθε χειμώνα αλλά ευτυχώς τα σαλιγκάρια δεν ενδιαφέρονται για τις νέες φύτρες. Έχω ιδιαίτερη αγάπη για τα λουλούδια της με τη βελουδένια σαν chenille υφή τους. Της δικιάς μου (είναι ανθισμένη τώρα το Νοέμβριο) τα λουλούδια έχουν έντονο μωβ χρώμα και λευκό. Άλλες, με πιο απαλό μωβ χρώμα δεν μου αρέσουν τόσο. Βρίσκω ότι αυτό το φυτό ευδοκιμεί εξ ίσου στη γλάστρα όσο στον κήπο μου. Μάλιστα υποψιάζομαι ότι εκτός αν ποτίζεται άπλετα και τακτικά στον κήπο, είναι πιο πυκνή και φουντωτή στη γλάστρα. Στο Monterey την είδα σε πολλούς κήπους αλλά πρόσεξα ότι ήταν μάλλον αδύναμη και κακομοίρικη.

Salvia lavandulifolia
Γενικά, τα κλασσικά Μεσογειακά αρωματικά φυτά, όπως το δεντρολίβανο και η λεβάντα, δεν ευδοκιμούν , ούτε αντέχουν πολύ σε γλάστρες, γιατί είναι συνηθισμένα σε συνθήκες ξηρασίας και γι αυτό τους αρέσει να στέλνουν τις ξυλώδεις ρίζες τους βαθιά μέσα στο χώμα. Ούτε τους αρέσει το τακτικό πότισμα που είναι απαραίτητο στην περίπτωση της καλλιέργειας σε γλάστρα. Έτσι ποτέ δεν είχα τον πειρασμό να δοκιμάσω ούτε την Salvia officinalis (το φασκόμηλο) ούτε την S. τriloba, σε γλάστρα.
Κι όμως ετούτη η αρωματική σάλβια με τα μωβ λουλούδια (δεν είμαι σίγουρη εάν είναι το είδος ή ένα υποείδος της S. lavandulifolia) είναι λιγότερο ξυλώδης, και την έχω σε γλάστρα εδώ και πέντε χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα. Ανθίζει την άνοιξη για σχετικά σύντομο διάστημα, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο με ελάχιστο κλάδεμα σχηματίζει ένα τακτικό γκριζοπράσινο μαξιλαράκι πού πάντα μοιάζει όμορφο.

Salvia uliginosa
Δεν την έχω δοκιμάσει ποτέ στο έδαφος. Στη γλάστρα χρειάζεται πολύ νερό (που είναι φυσικό όταν η κοινή ονομασία της στα αγγλικά είναι Bog Sage, δηλαδή του βάλτου). Αξίζει κάθε σταγόνα όμως, γιατί τα ψηλά άνθη της σε σιέλ και λευκό χρώμα, πολύ αγαπητά στις μέλισσες, και τα φρέσκα πράσινα φύλλα της που θυμίζουν μέντα.

Salvia farinacea
Έχω πλάι πλάι την S. farinacea ‘Victoria’, με μωβ λουλούδια, και μια άγνωστη ποικιλία με λευκά λουλούδια. Και τις δύο τις κόβω ως το έδαφος κάθε χειμώνα. Και οι δύο είναι ευχάριστα σεμνά φυτά γλάστρας, αρκετά φουντωτά με απαλά φύλλα, όχι ψηλότερα από μισό μέτρο και με ικανοποιητική ανθοφορία. Κατά τη γνώμη μου η ‘Victoria’ δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερα αλευροειδές (farinacea) αλλά αυτή με τα λευκά λουλούδια δίνει μια ελαφρά «αλευρωμένη» εντύπωση που κάνει πιο κατανοητή την αγγλική κοινή της ονομασία Mealy Sage.

Salvia discolor.
Την έχω αφήσει τελευταία γιατί είναι η αγαπημένη μου. Είναι ιδιαίτερα όμορφο φυτό, η βασίλισσα του είδους, με ματ πράσινα φύλλα πιο ανοιχτόχρωμα απ την κάτω μεριά, λευκά κοτσάνια και φίνα μαύρα λουλούδια με ανοιχτοπράσινους κάλυκες. Είναι λίγο ευαίσθητη στο κρύο, γι αυτό πριν μερικά χρόνια η Σάλλη Ραζέλου μου έδωσε τη (τότε) μονάκριβή της S. discolor σε μια γλάστρα για τους χειμωνιάτικους μήνες, πιστεύοντας ότι θα είναι πιο προστατευμένη στο κέντρο της Αθήνας απ ότι στη Σπάροζα. Ήταν μεγάλη η ευθύνη: την επιθεωρούσα κάθε μέρα μην τυχόν και πάθει τίποτα και έχω να αντιμετωπίσω την οργή της Σάλλη. Ευτυχώς έβγαλε το χειμώνα μια χαρά, και μάλιστα ύστερα από λίγο παρείχε το μόσχευμα για το δικό μου φυτό. Πέρσι το χειμώνα χρειάστηκε να το κατεβάσω απ την ταράτσα στην πιο προστατευμένη αυλή, όπου υπέφερε από την υγρασία και δεν έμοιαζε καθόλου ευτυχής, αλλά ευτυχώς συνήλθε αμέσως μόλις την ξανανέβασα στην ταράτσα την άνοιξη. Φέτος τον χειμώνα θα πρέπει να της βρω μια θέση όπου θα είναι προστατευμένη όχι μόνο από το κρύο αλλά κι από την υγρασία. Αν έπρεπε να έχω μόνο μία σάλβια, σίγουρα θα διάλεγα ετούτη.

Έχω τρείς ακόμα σάλβιες αλλά δεν τις περιλαμβάνω εδώ γιατί ακόμα δεν έχω ανακαλύψει την ποικιλία τους (πόσο με εκνευρίζουν τα φυτώρια που πουλάνε ανώνυμα φυτά…). Μια έχει μικρά φύλλα και λευκά άνθη και είναι ελαφρώς γυμνόκλαδη, σαν την Salvia microphylla – μάλιστα αναρωτιέμαι μήπως είναι η S. microphylla ‘Alba’ (αν και τα φύλλα της δεν είναι αρωματικά). Η δεύτερη μοιάζει με S. microphylla σε φύλλα και σχήμα και έχει λουλούδια του ίδιου τύπου, αν και λίγο μεγαλύτερα σε χρώμα κάπου μεταξύ ιβουάρ και πολύ ανοιχτού κιτρινοκρέμ. Η τρίτη είναι γερό φυτό, με σκληρά κλαδιά και μικρά μωβ λουλούδια. Φέτος το χειμώνα θα πρέπει να κάνω τον ντέτεκτιβ μήπως μπορέσω να ανακαλύψω τα ονόματά τους.

Mε λίγες εξαιρέσεις, ένα φυτό που πάει καλά σε γλάστρα πιθανότατα θα πάει ακόμα καλύτερα στο έδαφος – εφ όσον βέβαια φυτευτεί σε κατάλληλο γι αυτό μέρος. Έτσι αποφάσισα να ρωτήσω τη Σάλλη Ραζέλου για την εξέλιξη που είχαν μερικές από τις παραπάνω σάλβιες στη Σπάροζα.

Salvia guaranitica
«Αυτή η σάλβια αναπτύσσεται υγιέστατα στη μεσαια πεζούλα και έχει μεγαλώσει πάρα πολύ. Ανθίζει δύο φορές – μία την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι πρίν πιάσουν οι μεγάλες ζέστες, και άλλη μία το φθινόπωρο. Πιστεύω ότι με συνεχές πότισμα θα άνθιζε όλο το καλοκαίρι. Τώρα ποτίζεται κάθε τέσσερεις περίπου μέρες. Και το φύλλωμα του και οι ανθισμένοι πυργίσκοι με χρώμα σκούρο μώβ προς το μπλέ είναι μεγάλης ομορφιάς.»

 Salvia madrensis
“Έχει γίνει τεράστια και καταλαμβάνει πολύ χώρο ακριβώς έξω απ τον κλειστό κήπο νότια απ το σπίτι, βλέποντας προς τα φρύγανα. Χρειάζεται πολύ δραστικό κλάδεμα σύντομα. Τώρα, με προχωρημένο το φθινόπωρο είναι ανθισμένη πληθωρικά – προσωπικά εμένα μου αρέσουν πολύ οι υπέροχοι κίτρινοι πυργίσκοι της – και οι επισκέπτες που έρχονται τέτοια εποχή πάντοτε εντυπωσιάζονται. Το χρώμα του είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό ενός αγνώστου ποικιλίας Senecio που βρίσκεται λίγο παρακάτω, εκεί που αρχίζουν τα φρύγανα. Είναι φυτό που χρειάζεται λίγο πότισμα και έχει την ίδια μεταχείριση με την S. guaranitica, δηλαδή ποτίζεται κάθε τέσσερεις περίπου μέρες. Τα μεγάλα φύλλα της είναι ιδιαίτερα όμορφα.»
Salvia leucantha
“Αυτή επίσης μεγαλώνει και απλώνεται στις πεζούλες αλλά ποτίζεται λιγότερο από τις προηγούμενες δύο σάλβιες. Αρχίζει να ανθίζει μετά τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο. Σκοπεύω να την φυτέψω και σε άλλα μέρη του κήπου, στα φρύγανα ας πούμε, και να δω πως τα καταφέρνει με ελάχιστο νερό.»

Salvia lavandulifolia ssp. vellerea
«Την έχω σε διάφορα μέρη του κήπου αλλά διαπίστωσα ότι ξεραίνεται όταν στερηθεί το νερό τελείως, π.χ. στον κήπο του Derek που δεν ποτίζεται το καλοκαίρι. Διατηρείται καλά, όμως όταν φυτρώνει κοντά σε φυτά που ποτίζονται κάθε τόσο – ας πούμε κοντά στην κατάληξη της ράμπας της ανατολικής βεράντας, όπου ναι μεν δεν ποτίζεται αλλά επωφελείται της δροσιάς των γύρω φυτών που είναι ενταγμένα στο αυτόματο σύστημα… σε σημείο που να έχει σχηματίσει μια μεγάλη τούφα με διάμετρο ενός μέτρου. Πολλαπλασιάζεται εύκολα και χρησιμεύει ως όμορφη εδαφοκάλυψη γι αυτό την χρησιμοποιώ συχνά εδώ κι εκεί στον κήπο."

Salvia discolor
«Αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτίζεται λιγότερο από τις άλλες σάλβιες στις πεζούλες αλλά δεν μαραίνεται ποτέ και μοιάζει να ανθίζει συνεχώς, χειμώνα και καλοκαίρι. Μια φορά που τη σκέπασα με ειδικό ύφασμα για προστασία απ την παγωνιά, συνέχισε να ανθίζει ακόμα και κουκουλωμένη. Στη μικρή πεζούλα κάτω απ τη ράμπα ξεχύνεται και κατεβαίνει απ το τειχίο σε σημείο που να έχω πεισθεί ότι αυτή η σάλβια αρέσκεται να χύνεται πάνω από κάτι. Χρειάζεται τη λιγότερη φροντίδα και συντήρηση, γιατί ακόμα και όταν μαραίνονται και πέφτουν τα λουλούδια της αφήνουν μόνο κάτι διακριτικά ξερά κοτσανάκια που κόβονται εύκολα με το χέρι.»

12/2/11

Ο Ιούλιος με νέα μάτια

Άρθρο της Καλής Δοξιάδη από το τεύχος 62 (Οκτώβριος 2010) του TMG

Είναι απίστευτο πόσες λανθασμένες υποθέσεις μπορούμε ανεξερεύνητα να θεωρούμε ως δεδομένες επι χρόνια, όταν οι εμφανώς σωστές βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας από την αρχή.

Ασχολούμαι με τον κήπο μου για πάνω από 30 χρόνια, και σ’ αυτά τα χρόνια συγχρόνως μελετώ, σκέφτομαι και ερευνώ θέματα κήπων και φυτών και γράφω τις σκέψεις μου γι αυτά, εξηγώντας τις ειδικές ιδιότητες, ανάγκες και προκλήσεις της κηπουρικής στη Μεσόγειο και σε μεσογειακά κλίματα ανά τον κόσμο. Όλον αυτό τον καιρό είχα συνηθίσει να χαρακτηρίζω και να αντιμετωπίζω τον Ιούλιο και τον Αύγουστο ως μήνες «νεκρούς,» μήνες απραξίας, όταν το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κόβεις τα ξερά λουλούδια, να ποτίζεις τις γλάστρες και τα εποχιακά και να νοικοκυρεύεις τις ξερές περιοχές ώστε να μοιάζουν ηθελημένα γυμνές και απλές και όχι αφρόντιστες και ταλαιπωρημένες.

Ίσως, αν είχα έναν ανθόκηπο καθαρά διακοσμητικό και καμάρωνα τα εφέ άνθησης και χρωμάτων κάθε άνοιξη και καλοκαίρι, αυτή η στενή αντιμετώπιση θα ήταν δικαιολογημένη. Μόνο που η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Όχι μόνο πιστεύω ακράδαντα στην μεσογειακή εποχικότητα και τις ειδικές απαιτήσεις της κηπουρικής σε ξερά κλίματα, αλλά έχω και φροντίζω, εδώ στην Κέρκυρα, μιά ιδιοκτησία 60 περίπου στρεμμάτων, που εκτός από τις πιο διακοσμητικές περιοχές τριγύρω στο σπίτι περιλαμβάνει ένα αμπέλι 2 περίπου στρεμμάτων, 60 περίπου ρίζες ελιάς, 35 ρίζες εσπεριδοειδών, και καμιά εικοσαριά άλλα φρουτόδεντρα. ΄Εχουμε επίσης έναν μεγάλο λαχανόκηπο. Οι μη καλλιεργημένες περιοχές είναι είτε δασώδεις με ντόπιες δρύες, κυπαρίσσια και δέντρα του Ιούδα, είτε λόγγος, με βελανιδιές, σκίνα, μυρτιές και σπάρτα, κουμαριές, βάτους, καθώς και άλλους, λιγότερο ανθεκτικούς θάμνους. Τα υπόλοιπα είναι φρύγανα, με λαδανιές, θυμάρι, φλώμη, ρίγανη, φασκόμηλο, μέντα και άλλους υπόθαμνους.

Τους τελευταίους μήνες άρχισα να κρατώ λεπτομερείς σημειώσεις για ό,τι είχε σχέση με τις καθημερινές δραστηριότητες εδώ στο κτήμα, και να παίρνω πολλές φωτογραφίες καταγράφοντας καταστάσεις και διαδικασίες. Όλα αυτά με σκοπό κάποια στιγμή να γράψω ένα χρονικό, μήνα προς μήνα, για δημοσίευση. Περιέργως πως, ήταν η καταγραφή και η φωτογράφηση, όχι οι ίδιες οι δραστηριότητες, που με έβαλαν σ’ ένα νέο δρόμο σκέψης και οδήγησαν σταδιακά στη συνειδητοποίηση ότι ο Ιούλιος, όχι μόνο δεν είναι «νεκρός» μήνας, αλλά είναι μήνας («θεριστής» εξ άλλου) ακμαίας δραστηριότητας και παραγωγής – όσο πιο ζωντανός μπορεί να είναι ένας μήνας στην εξοχή.

Αναγκάστηκα να ομολογήσω στον εαυτό μου ότι είχα τυφλωθεί από τη λουλουδομανία εναντίον της οποίας εκήρυτα με τόση αλαζονεία τόσα χρόνια.

Ορίστε μιά περίληψη της ζωής μας φέτος τον Ιούλιο.

Ο μήνας άνοιξε με τη συνέχεια της συγκομιδής της λεβάντας. ΄Εχουμε 5 διαφορετικές ποικιλίες αρωματικής λεβάντας Lavandula x intermedia (Grosso, Dutch, Super, Provence και Alba). Επί δυο-τρεις μέρες, νωρίς το πρωί πριν ζεστάνει ο ήλιος (τότε είναι πιο συγκεντρωμένα τα αιθέρια έλαια) κόβαμε τα κοτσάνια από χαμηλά, τα οργανώναμε ανάλογα με το μήκος τους και τα κάναμε μάτσα για να κρεμαστούν από ένα μαδέρι σε μια σκιερή γωνιά της κουζίνας. Μια παρένθεση εδώ για να δηλώσω, ότι από καθαρό πείσμα δεν δίνω ούτε ένα από τα έντονα αρωματικά σακουλάκια που φτιάχνω σε φίλους που επιμένουν να ποτίζουν απλόχερα τις δικές τους λεβάντες, και κόβουν τα άνθη όταν πια έχουν ξεραθεί τον Αύγουστο «γιατί είναι τόσο όμορφες» στην ακμή τους που είναι κρίμα να τις χαλάσεις. Και ύστερα απορούν γιατί τα δικά τους σακουλάκια δεν έχουν τα έντονο άρωμα που θέλουν και καταλήγουν ότι έχουν τη λάθος ποικιλία.

Η λεβάντα πριν από τη συγκομιδή.

Τις πρώτες μέρες του μήνα βγάλαμε και το σκόρδο – είχαν πια ξεραθεί τελείως τα φύλλα. Το χώμα ήταν κατάξερο, αλλά παρ’ όλα αυτά ο αγρός ήταν γεμάτος άγρια μέντα. (Δεν είμαι βέβαιη αλλά νομίζω ότι είναι Mentα pulegium που δεν είναι βρώσιμη, αλλά έχει φυσικές εντομοαπωθητικές ιδιότητες που πρέπει να ερευνήσω μήπως του χρόνου μπορούμε να κάνουμε κάποια χρήση.) Το σκόρδο ήταν απογοητευτικό.

Δοκιμάζαμε μια καινούργια περιοχή που όπως απεδείχθη δεν στράγγιζε όσο καλά περιμέναμε, και ως νωρίς την άνοιξη φέτος είχαμε ακόμα πιο πολλές βροχές από συνήθως. Σχεδόν η μισή σοδειά χάλασε. Ότι απέμενε στο πετρώδες χώμα, ήταν μεν μικρό σε μέγεθος αλλά νόστιμο και ιδιαίτερα γλυκό. Πλέξαμε κοτσίδες και τις κρεμάσαμε στο υπόστεγο. (Όταν είναι έτσι φρέσκο είναι ό,τι πρέπει για την κρεμώδη Κερκυραϊκή σκορδαλιά.)

Το απογοητευτικό σκόρδο μ’ένα ματσάκι άγρια μέντα.
Στη φωτογραφία φαίνεται πόσο φτωχό είναι το χώμα.

Μετά είχαν σειρά οι πατάτες. Ήταν μικρότερες από συνήθως γιατί αργά την άνοιξη δεν είχαμε βροχή. (΄Οπως θα έχετε καταλάβει, δεν ποτίζουμε τίποτα εκτός απ τα σαλατικά και τα ζαρζαβατικά.) Το χώμα είχε πετρώσει, και η εξαγωγή ήταν δύσκολη και χρειαζοταν πολλή προσοχή. Παρ όλα αυτά οι πατάτες μας βγήκαν στρογγυλεμένες, και καθόλου στραβοχυμένες όπως συμβαίνει καμιά φορά σε έδαφος σαν το δικό μας. Λόγω της ξηρασίας των τελευταίων δύο μηνών είχαμε μεγαλύτερο ποσοστό από τις πολύ μικρούλες που δεν αξίζει να αποθηκευθούν. Αυτές είναι οι αγαπημένες όλων – ιδιαίτερα των παιδιών. Τις βουρτσίζουμε καλά και τις τηγανίζουμε ολόκληρες, με τη φλούδα. Φουσκώνουν σα λουκουμαδάκια - κριτσανιστά απ έξω και κρεμώδη μέσα.

Ύστερα ασχολήθηκα λίγο με την άγρια συγκομιδή. Το φασκόμηλο είχε μαζευτεί απ’ τον Μάιο, και η ρίγανη και μαντζουράνα τον Ιούνιο. Κατά τα μέσα Ιουλίου τα φρύγανα είχαν πάρει μια μωβ απόχρωση και οι μέλισσες χάλαγαν τον κόσμο στο βουητό (κανείς δεν τους είχε πει ότι ετούτος ο μήνας είναι «νεκρός»). Το θυμάρι (Thymus capitatus) ήταν στην ακμή της άνθησης, και γέμισα δύο μεγάλα καλάθια, το ένα για να ξεράνω σε ματσάκια για χρήση στην κουζίνα, το άλλο για να φτιάξω το παραδοσιακό μας χωνευτικό λικέρ. Μάζεψα επίσης θρούμπι (Satureja thymbra). Εκτός από τις μαραμένες ελιές που παίρνουν τ’ όνομά του, το χρησιμοποιώ πολύ, όπως μου έμαθε ένας φίλος κεφαλωνίτης, χτυπημένο με τυρί φέτα και λεμόνι, αλειμμένο στο ψωμί.

Το άγριο θυμάρι (Thymus capitatus) σε ματσάκια για στέγνωμα.

Έφτασε η ώρα για φρούτα, και ύστερα από μάλλον πενιχρή απόδοση των μουσμουλιών το Μάιο και των βερικοκιών τον Ιούνιο (που μερικοί απέδωσαν στον θερμότερο από το σύνηθες χειμώνα), οι αχλαδιές ευτυχώς ήταν φορτωμένες. Έχουμε δύο μόνο, που ξεκίνησαν τη ζωή τους ως αγριαπιδιές – το κτήμα είναι γεμάτο – και μπολιάστηκαν πριν από καμιά δεκαριά χρόνια με την ποικιλία «Κοντούλα,» μια από τις παλιές ελληνικές ποικιλίες που κόντευε να εξαφανιστεί αλλά ευτυχώς τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται ξανά για το εμπόριο.

Έχω ιδιαίτερο δεσμό με αυτή την ποικιλία. Επειδή δεν μωλωπίζονται εύκολα η μητέρα μου, όταν πηγαίναμε στην παραλία για μπάνιο έπαιρνε μια γεμάτη σακούλα μαζί για το κολατσιό μας. Και τώρα ακόμα μου φαίνονται πιο νόστιμες ξεβγαλμένες με αρμυρό νερό. Φέτος το καλοκαίρι έμαθα το κόλπο και στον εγγονό μου. Τα αχλάδια αυτά ωριμάζουν όλα μαζί και έτσι και ωριμάσουν δεν κρατάνε πολύ, ούτε γίνονται γλυκό ή μαρμελάδα, έτσι το περίσσευμα πάει στους φίλους, που έχουν κι αυτοί παιδικές αναμνήσεις.
Οι κοντούλες στο κλαρί.

Τα εσπεριδοειδή τώρα τελειώνουν πια καθώς η επόμενη γενιά, μέχρι τώρα μικρά καταπράσινα μπαλάκια, αρχίζει και μεστώνει. Αφήνουμε τα πορτοκάλια πάνω στο δέντρο όσο το δυνατόν περισσότερο (και όσο επιτρέπει ο άνεμος) γιατί γίνονται όλο και πιο γλυκά... οι φιλοξενούμενοί μας δεν πιστεύουν ότι η πορτοκαλάδα τους δεν έχει ζάχαρη. Τα τελευταία μας τα κόβουμε κατά τα μέσα του μήνα. Τα ξυνονέραντζα πάνε σχεδόν όλα στο κόμποστ. Χρησιμοποίησα αρκετά μόνο όταν έκανα τη μαρμελάδα (με 5 εσπεριδοειδή) τον Απρίλιο.

Φέτος έφτιαξα Limoncello για πρώτη φορά από μια συγκεκριμένη λεμονιά ζακυνθινή που κάνει γλυκά μυρωδάτα λεμόνια. Ακολούθησα την πιο απλή από τις συνταγές που βρήκα στο ιντερνέτ (μερικές θέλανε ειδικό οινόπνευμα, αλλεπάλληλα φιλτραρίσματα και πάει λέγοντας). Δεν θα είναι έτοιμο για κατανάλωση πριν από τον Οκτώβριο, αλλά έχει ωραίο χρώμα και καταπληκτικό άρωμα.

Στα μέσα του μήνα ο λαχανόκηπος ήταν πια σε φάση υπερπαραγωγής. Μια μέρα κόψαμε 30 αγγούρια, και κάθισα και έκανα 4 βάζα τουρσί - παρ’ όλο που δεν είναι η σωστή μικρή ποικιλία. Κομμένα σε χοντρές φέτες γίνονται μια χαρά και είναι έτοιμα σ’ ένα μήνα. Τα φασολάκια ξεκίνησαν σιγά σιγά, μια «χεριά» τη φορά, και περιμέναμε μερικές μέρες μέχρι να μαζέψουμε αρκετά για την πρώτη κατσαρόλα. Βέβαια ώσπου να φτάσει το τέλος του μήνα τα ζεματίζαμε κάθε μέρα για κατάψυξη. Σε αντίθεση, τα αμπελοφάσουλα συνέχισαν σε πολύ αργό ρυθμό, ίσα ίσα για μια σαλάτα την εβδομάδα, με μερικά να περιμένουν μέρες στο ψυγείο, έτσι δεν τα ευχαριστηθήκαμε φέτος.

Αγγούρι φέτες στην άρμη.

Οι ντομάτες άργησαν. Κόψαμε τις πρώτες στο τέλος της πρώτης εβδομάδας του μήνα. Ήταν ντοματίνια της ποικιλίας “Black Cherry” που έσπερνα για πρώτη φορά. Μ’ άρεσαν – πολύ γλυκά με έντονη συγκεντρωμένη γεύση ντομάτας. Νομίζω θα τα καθιερώσω. Όσο προχωρούσε ο μήνας άρχισαν να ωριμάζουν οι μεγάλες ντομάτες, η μία ποικιλία μετά την άλλη - Brandywine κόκκινες και ροζ, San Marzano για πελτέ και σάλτσες, Marmande, και Black Crim. (Δυστυχώς φέτος δεν βρήκα σπόρο για την αγαπημένη μου ποικιλία Persimmon, με το φωτεινό πορτοκαλί χρώμα και την άφθονη σε αναλογία με σπόρους νόστιμη σάρκα.) Απ’ τη μιά στιγμή στην άλλη δεν τις προλαβαίναμε. Αρχίσαμε να τις απλώνουμε αλατισμένες για λιαστές, να τις ζεματάμε για την κατάψυξη, και να φτιάχνουμε πελτέ, σάλτσα και chutney. (Για του χρόνου υποσχέθηκα στον εγγονό μου ακόμα και σπιτικό κέτσαπ.) Μιά τεράστια κανάτα gazpacho (για να πίνουμε στο ποτήρι κατά τη διάρκεια της ημέρας όπως κάνουν στην Ισπανία) βρήκε μόνιμη θέση στο ψυγείο μας.

Ντομάτες λιαστές

Στα μέσα του μήνα άρχισαν και οι μελιτζάνες. Φέτος δοκίμασα μια νέα (για μένα) ποικιλία για να αναπληρώσω το κενό που αφήνει ή έλειψη σπόρου της αγαπημένης μου Violette di Firenze, με το ζωηρό μωβ χρώμα. Η καινούργια, επίσης από την Ιταλία, λέγεται Lista de Gandia. Στην εμφάνιση είναι πολύ εντυπωσιακές – φόντο κρεμ με άνισες ραβδώσεις ανοιχτού μωβ που σκουραίνει καθώς ωριμάζει η μελιτζάνα. Αλλά και στη γεύση πολύ ικανοποιητικές, λεπτόφλουδες και γλυκές, που όμως αφήνουν μια ελαφριά υπόπικρη γεύση στο στόμα, ακόμα και όταν τις αλατίζω πριν για να ιδρώσουν. Βεβαία για αυτό μπορεί να φταίω εγώ γιατί, με τον ασυνήθιστο τους χρωματισμό δεν είμαι βέβαιη πότε είναι γινωμένες και είναι πιθανό να τις κόβω πριν ωριμάσουν τελείως. ΄Εχουν μεγάλη επιτυχία τηγανητές με σκορδαλιά, ή ελαφριά γιαχνισμένες με λίγο κρεμμύδι, φρέσκιες ντομάτες και πολύ ψιλοκομμένο δυόσμο (στα τελευταία δέκα λεπτά). Για πιο «εύρωστες» συνταγές, όπως το μπριάμι ή η μελιτζανοσαλάτα χρησιμοποιώ τις κανονικές μας ελληνικές μελιτζάνες που μπορούν να αντιμετωπίσουν το συναγωνισμό με σκόρδο, κρεμμύδι, ντομάτα και μαϊντανό σε γερές δόσεις.

Μελιτζάνες Lista di Gandia.

Διάφορες ποικιλίες πιπεριές άρχισαν να ωριμάζουν μέσα στο μήνα είτε για να φαγωθούν φρέσκιες είτε να κρεμαστούν σε μάτσα (χώρια οι καυτερές από τις γλυκές) στη σκιά ώσπου να ξεραθούν.

Την ίδια εποχή άγρια αντράκλα/γλυστρίδα (Portulaca) φυτρώνει με αφθονία (σε ένδειξη ενθουσιασμού για το συχνό πότισμα) ανάμεσα στις ντοματιές. Όσο είναι τρυφερή (πριν ανθίσει) την προσθέτουμε στην καθημερινή ντοματοσαλάτα. (Είναι γεμάτη βιταμίνες και θρεπτικές ουσίες.) Ξέρω ότι πολλοί την κάνουνε και τουρσί, αλλά είναι τόσο νόστιμη ωμή, που δεν μας περισσεύει αρκετή για τα παραπέρα.

Και όσο εμείς ασχολούμεθα με τη συγκομιδή, με το πότισμα, με το μαγείρεμα, την αποθήκευση αλλά και το φάγωμα των άφθονων δώρων της Γής, στις γύρω πλάγιές ανθίζουν και μοσκοβολάνε σε κύματα μαβιά οι λυγαριές (Vitex agnus-castus), και η αγριοκληματίδα (Clematis flammula) που φέτος κράτησε πάνω από μήνα, σκαρφαλώνει πάνω σε δέντρα και θάμνους στην άκρη του δρόμου, φέγγοντας κάτασπρη και δαντελλένια στο φώς του ήλιου.

Στην τελική απογραφή, ένας μήνας παραγωγής και ομορφιάς.

Μιά θλιβερή υποσημείωση: Στα μέσα Αυγούστου, λίγες μέρες αφού έγραψα τα παραπάνω, όλες μας οι ντοματιές - 40 περίπου ρίζες, ξεράθηκαν μέσα σε λίγες μέρες. Είχαν προσβληθεί απ το νεόφερτο έντομο Tuta absoluta, πού όπως μαθαίνω ήρθε πέρσι στην Ευρώπη από την Νότια Αμερική και επιτίθεται ειδικά στις ντοματιές.

Οι ντοματιές μετα από επίθεση της Tuta absoluta.

O Άνεμος

Άρθρο Της Jennifer Gay από το τεύχος 62 (Οκτώβριος 2010) του TMG

΄Οποιος έχει κήπο στη Μεσόγειο ξέρει καλά πως πρέπει να λάβει υπ’ όψιν τα στοιχεία της φύσης και να προσαρμοστεί στις συνθήκες που επιβάλλουν. Ο καυτός ήλιος, το φτωχό βραχώδες χώμα και η καλοκαιρινή ξηρασία επηρεάζουν το τι κάνουμε και πώς. Το στοιχείο «άνεμος» είναι άλλο αναμφισβήτητο δεδομένο στα μέρη μας, και αντιμετωπίζεται με μεγαλύτερη δυσκολία από τα άλλα. Οι δυνατοί στεγνοί άνεμοι, πολλές φορές απρόβλεπτοι και πάντα κουραστικοί για ανθρώπους και φυτά, μπορούν να προκαλέσουν μεγάλες καταστροφές μέσα σε λίγες ώρες, ιδιαίτερα στις ακτές όπου συν τοις άλλοις είναι φορτωμένοι με αρμύρα. Σ’αυτές τις περιπτώσεις υποφέρουν ιδιαίτερα τα φυτά, και με πολύ δυνατούς ανέμους μπορεί να ξεραθούν και τελείως.

Ο άνεμος βέβαια έχει και τα καλά του.΄Οσοι ζουν στην Ανατολική Μεσόγειο θεωρούν το μελτέμι ευλογία Θεού το κατακαλόκαιρο. Έρχεται από βορειοανατολικά αργά το πρωί και ανακουφίζει από την κάψα της ημέρας έως ότου κοπάσει κατά τη δύση του ήλιου. Βέβαια στις μέρες μας η αλλαγή κλίματος δεν μας επιτρέπει να προβλέψουμε με σχετική σιγουριά την ταχύτητα και την κατεύθυνση του ανέμου, είτε βραχυπρόθεσμα είτε μακροπρόθεσμα.

Η ταχεία κίνηση του αέρα προκαλεί απώλεια υγρασίας και από τα φυλλώματα και από το έδαφος. Πολύ συχνά τα φυτά δεν προλαβαίνουν να αντικαταστήσουν την απαραίτητη υγρασία και το φύλλωμα υφίσταται βλάβες. Τα πρόσφατα φυτεμένα είναι πιο ευάλωτα, ιδιαίτερα αν έχουν παραποτιστεί παραποτιστεί και αναπτυχθεί γρήγορα και υπερβολικά. Τα φύλλα στεγνώνουν, ξεραίνονται στις άκρες, σημαδεύονται και κουρελιάζονται., τα μπουμπούκια, τα νέα βλαστάρια και τα νέα φυλλαράκια μαραίνεται και πέφτουν. Τα κλαδιά που επιζούν μεγαλώνουν προς μία κατεύθυνση, μακριά απ τον επικρατούντα άνεμο, στραβώνοντας, και δίνοντας στο φυτό μια μονόπαντη εμφάνιση γνωστή με τον όρο krumholtz. Απότομοι ζεστοί άνεμοι εμποδίζουν τα φρούτα να μεστώσουν, τα αποδυναμώνουν και τα ρίχνουν πριν ωριμάσουν.

Σωστό φύτεμα
Η προστασία απ τον άνεμο είναι χρήσιμη για αρκετούς λόγους. Ο πιο σημαντικός είναι ότι ελαττώνει την ταχύτητα με την οποία ο άνεμος χτυπάει τα φυτά, μειώνοντας τη δύναμη της σύγκρουσης. Ένα σωστό ανεμόφραγμα θα μειώσει επίσης την απώλεια υγρασίας από φύλλα και έδαφος.

Για πρόχειρη προφύλαξη μπορείτε να χρησιμοποιήσετε μάτσα από ξερά καλάμια. Και ζωντανά καλάμια (Arundo donax) φυτεύονται για προστασία σπαρτών σε πολλά μέρη της Ελλάδας – πιο πολύ στις Κυκλάδες όπου ο άνεμος είναι συνεχές πρόβλημα. Σε καλλωπιστικούς κήπους όμως, τείνουμε να θέλουμε κάτι λιγότερο μονοχρωματικό και με περισσότερο ενδιαφέρον. Οπότε προτιμάμε να φυτεύουμε σαν πρώτη σειρά προστασίας μικτές ομάδες φυτών ανθεκτικών στον άνεμο και την αρμύρα.

΄Οποιο συνδυασμό φυτών κι αν διαλέξετε, πρέπει να υπολογίζετε σε όχι λιγότερο από 50 ως 60% διαπεραστικότητας απ τον άνεμο. Πολλοί δυσκολεύονται να το πιστέψουν αυτό, αλλά η Φυσική μας λέει ότι τα υπερβολικά πυκνά ανεμοφράγματα αναπροσανατολίζουν τον άνεμο προς τα επάνω δημιουργώντας ταραχή του αέρα απ την υπήνεμη (εσωτερική) πλευρά καθώς ρουφιέται αέρας για να συμπληρώσει το κενό. Το σωστό ύψος και πλάτος (βάθος) του ανεμοφράγματός σας θα εξαρτηθεί από το μέγεθος της περιοχής που θέλετε να προστατεύσετε. Για παράδειγμα, έχει υπολογιστεί ότι ένα φράγμα ύψους 1.5μ επιβραδύνει τον άνεμο κατά 50% για φυτά που βρίσκονται σε απόσταση έως και 7.5μ, ή κατά 25% σε απόσταση έως και 15μ, και 10% έως και 30μ. Όσο για το πλάτος, και μια μονή πυκνοφυτεμένη σειρά φυτών μπορεί να αρκέσει για μια μικρή περιοχή. Βέβαια, περισσότερες σειρές φυτών με ποικιλία ύψους και σχήματος παρέχουν καλύτερη προφύλαξη. Να χρησιμοποιήσετε μικρούς πυκνούς θάμνους απ την πλευρά του ανέμου, και πίσω τους μεγαλύτερους θάμνους και δέντρα. Τα χαμηλά φυτά επιτρέπουν στον άνεμο να διαπεράσει λίγο το φύλλωμά τους αφήνοντας τον αέρα να κατευθυνθεί προς την κορυφή του φράγματος με κομμένη φόρα χωρίς να δημιουργεί ταραχή. Ομάδες χαμηλών θάμνων και από τη μέσα πλευρά περιορίζουν τη ροή του αέρα ακόμα περισσότερο.

Μερικά είδη αντιμετωπίζουν τον άνεμο καλύτερα από άλλα, επειδή έχουν πιο γερό κορμό ή κλαδιά, και ανάλογα με τον τρόπο που αναπτύσσονται οι ρίζες τους. Κανένα δέντρο δεν μπορεί εγγυημένα να αντισταθεί σε σφοδρούς ανέμους, αλλά τα ιθαγενή δέντρα είναι γενικά καλύτερα εξοπλισμένα να το καταφέρουν από τα εισαγόμενα εξωτικά. Θα πρέπει να αποφύγετε ιδιαίτερα δέντρα που από τη φύση τους είναι ευπαθή στον άνεμο – είναι πασίγνωστο, για παράδειγμα, ότι ο ευκάλυπτος και το αβοκάντο, σχίζονται κατακόρυφα κάτω από τέτοιες συνθήκες.

Αξίζει να παρατηρήσει κανείς τι συμβαίνει σε άγρια δέντρα που φυτρώνουν σε ανεμοδαρμένες τοποθεσίες. Αυτά που ξεριζώνονται πιο συχνά είναι αυτά που είναι όλα μαζί σε ομάδες μονοκαλλιέργειας, ή σε δασάκια χωρίς θάμνους ή χαμηλή βλάστηση. Σπάνια βλέπεις μοναχικά δέντρα να πέφτουν, παρ’ όλο που είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένα στον άνεμο. Αυτό συμβαίνει επειδή σε ομάδες δέντρων η ανάπτυξη των ριζών περιορίζεται λόγω συναγωνισμού με τα γειτονικά δέντρα. Τα μοναχικά δέντρα απλώνουν τα κλαριά τους πολύ και αναπτύσσουν τις ρίζες τους σε ακόμα μεγαλύτερο πλάτος, χώνοντάς τις ακόμα και σε σχισμάδες βράχου.

Υπάρχει λόγος γι αυτό: στο κλίμα μας με την θερινή ξηρασία, όπου τα δέντρα εξαρτώνται απ’ την υγρασία του χώματος για την επιβίωσή τους το καλοκαίρι, η απαραίτητη έκταση του ριζικού συστήματος για την συγκέντρωση αρκετού νερού είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που χρειάζεται ένα δέντρο σε πιο υγρό κλίμα. Ακόμα και μικροί αειθαλείς θάμνοι μπορούν να έχουν ρίζες που χώνονται 6 μέτρα βαθειά σε ασβεστόλιθο. Σε συνθήκες κήπου τα φυτά σπάνια έχουν τη δυνατότητα να απλωθούν τόσο, ιδίως όταν εξαρτώνται από το πότισμα, έτσι είναι πιο επιρρεπή σε βλάβη από άνεμο και θύελλα.

Πολλά ιθαγενή φυτά μεσογειακών περιοχών έχουν μεγάλη αντοχή στον άνεμο, και θεωρώ ότι όλα έχουν πλεονεκτήματα που τα κάνουν επιθυμητά σε κάθε κήπο. ΄Ενα μίγμα μεγάλων θάμνων του λόγγου, όπως η κουμαριά (Arbutus unedo), το φιλίκι (Phillyrea latifolia), το σκίνο (Pistacia lentiscus), το ρείκι (Erica arborea), η ψευτόδαφνη (Viburnum tinus), η Μηδική η δενδρώδης (Medicago arborea), το πουρνάρι (Quercus coccifera), το σπάρτο (Spartium junceum), και ο ράμνος (Rhamnus alaternus), μπορούν να συνδυαστούν με ψηλότερα δέντρα όπως το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens), η ελιά (Olea europaea), η λεύκα (Populus spp.), η κουκουναριά (Pinus pinea), η αριά (Quercus ilex) και η χαρουπιά (Ceratonia siliqua). Το αρμυρίκι (Tamarix) είναι το καταλληλότερο για παράκτιες τοποθεσίες.

Στο κυρίως μέρος του κήπου επίσης μπορεί κανείς να εξασφαλίσει μεγαλύτερη προστασία από τον άνεμο φυτεύοντας δέντρα και θάμνους με αντοχή σε σφοδρούς ανέμους στα σωστά σημεία.

Δίνοντας ένα χέρι
Πολλά είδη έχουν αυξημένες πιθανότητες να αντισταθούν αποτελεσματικά σε σφοδρούς ανέμους εάν έχουν κλαδευτεί σωστά για το είδος τους. Γενικεύοντας, μπορούμε να πούμε πως όταν ο άνεμος συναντά μια πυκνή φυτική μάζα χωρίς διαπερατότητα η σύγκρουση και η ζημιά, είναι αναπόφευκτες. Όπως ήδη αναφέραμε, τα φυτά με επιφανειακές ρίζες είναι πιο ευπαθή. Μπορούμε όμως να βοηθήσουμε ένα φυτό να ριζωθεί πιο βαθειά.

Το βαρύ χώμα χωρίς απορροφητικότητα αποθαρρύνει την ανάπτυξη του φυτού εις βάθος . Ανακατεύοντας το με οργανικό υλικό ξαλαφρώνουμε το χώμα, ενθαρρύνοντας την διείσδυση των ριζών και την σωστή αποστράγγιση. Η χρήση εδαφοκαλύμματος (mulch) διατηρεί τη δροσιά και την υγρασία του εδάφους και διευκολύνει την ανάπτυξη των ριζών, και το σωστό πότισμα (όχι υπερβολικό!) τα βοηθάει να εγκατασταθούν στέρεα αυξάνοντας την αντοχή τους στον άνεμο.

Ο τρόπος του φυτέματος επίσης μπορεί να βοηθήσει. H συνηθισμένη συμβουλή που δίνεται είναι να σκάψεις έναν μεγάλο λάκκο, να τοποθετήσεις το φυτό στο κέντρο και να τον παραγεμίσεις με εμπλουτισμένο χώμα. Σε φτωχό ή βραχώδες χώμα, όμως, αυτή η συμβουλή μπορεί να έχει αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιδιώκουμε. Ο μεγάλος λάκκος με το εμπλουτισμένο χώμα επιτρέπει στις ρίζες εύκολη και γρήγορη ανάπτυξη, μόνο που μόλις φτάσουν στο φτωχό σκληρό χώμα αρχίζουν έχουν προβλήματα. Επειδή δυσκολεύονται να το διαπεράσουν αρχίζουν να ακολουθούν τα όρια του λάκκου κυκλικά, ακριβώς όπως θα έκαναν σε μια γλάστρα, και με τα ίδια κακά αποτελέσματα: καθώς κουλουριάζονται μεγαλώνοντας, σφίγγουν και περιορίζουν τη μάζα του ριζικού συστήματος, αφήνοντας μικρότερο όγκο ικανό να συλλέξει νερό και θρεπτικές ουσίες, και μικρότερη δυνατότητα αντίστασης στην πίεση του ανέμου. Πρέπει να έχετε αυτό υπόψη σας όταν φυτεύετε σε μέρη με πολύ αέρα και φτωχό χώμα. Να χρησιμοποιείτε μόνο 1/3 εμπλουτισμένο χώμα και να το ανακατεύετε πολύ καλά με το χώμα που βγάλατε σκάβοντας. Προσπαθήστε να κάνετε τον λάκκο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο, και χαλαρώστε λίγο τον πάτο και τα τοιχώματα μ’ ένα σκεπάρνι για να βοηθήσετε τις ρίζες. Μετά το φύτεμα να ποτίζετε με αφθονία και συνέπεια για να ενισχύσετε το ριζικό σύστημα στην ανάπτυξή του.


Μπαλκόνια και βεράντες
Ο άνεμος είναι πρόβλημα και για τους κατοίκους της πόλης, όπου τα ψηλά κτίρια συχνά δημιουργούν αναταράξεις του αέρα που κάνουν τη ζωή σε εξωτερικούς χώρους δυσάρεστη. Οι κήποι σε ταράτσες είναι ιδιαίτερα προβληματικοί γιατί όσο πιο ψηλά τόσο μεγαλύτερη η δύναμη του ανέμου. Τα πολύ ψηλά κτίρια προκαλούν το φαινόμενο φουγάρο, με επιτάχυνση και απότομες αλλαγές πίεσης, καθώς ο άνεμος κάνει γκελ πάνω στα κτίσματα.

Εφ’ όσον ξέρεις από ποιά κατεύθυνση έρχεται ο πιο συχνός άνεμος μπορείς να αποφασίσεις πού θα βάλεις ανεμοφράγματα ώστε να δημιουργήσεις προφυλαγμένους χώρους. Ένα φράγμα μπορεί να χρησιμεύσει επίσης για να προστατεύσει από τη θέα γειτονικού διαμερίσματος. Είναι πολύ σημαντικό όταν παίρνετε αποφάσεις για τις μεθόδους κατασκευής να λαβαίνετε υπ’ όψιν το πρόσθετο βάρος που θα ασκείται από τον άνεμο. Να θυμάστε ότι τα στερεά φράγματα δημιουργούν αναταράξεις, και να προτιμήσετε τα διάτρητα, που φιλτράρουν τον άνεμο και τον επιβραδύνουν.

Ιδεώδη είναι τα φρακτικά υλικά που ταιριάζουν με το στυλ της αρχιτεκτονικής του κτιρίου και του κήπου. Αν ζητάτε μια μόνιμη γερή λύση (που θα χρειάζεται, βέβαια, άδεια κατασκευής) ένας τοίχος από ειδικούς τσιμεντόλιθους βαμμένους με το κατάλληλο χρώμα, μπορεί να αρμόζει και σε μοντέρνο και σε παραδοσιακό κτίσμα. Θα πρέπει να υπολογίσετε και μερικά παράθυρα για να μη δημιουργηθούν προβλήματα αναταραχών.

Ένα πλέγμα καραβόπανου και ξύλου, σε μια πιο ελαφριά κατασκευή, εξασφαλίζει την διαπερατότητα και δημιουργεί συγχρόνως ένα πιο ενδιαφέρον στυλ. Αν είστε τυχερός και έχετε πανοραμικές θέες απ την ταράτσα σας, το δίλημμά σας θα είναι πώς να προστατευτείτε απ’ τον αέρα χωρίς να χάσετε τη θέα. Φράγματα από ενισχυμένο τζάμι ή απο κάποιο είδος poly-perspex μπορεί να είναι η λύση (αν και στις δύο περιπτώσεις θα χρειάζονται τακτικό καλό καθάρισμα). Μην ξεχνάτε, όμως, ότι σε περίπτωση σφοδρών ανέμων η έλλειψη διαπεραστικότητας μπορεί να δημιουργήσει πρόβλημα.

Κάθε κηπουρός σίγουρα θα θέλει και φυτά για να απαλύνουν τις σκληρές γραμμές των τεχνητών υλικών και να προσθέσουν χρώμα κι ευωδιά. Το πρόβλημα εδώ είναι ο περιορισμένος χώρος για εξάπλωση ριζικού συστήματος, που σημαίνει ότι τα φυτά θα χρειαστούν ιδιαίτερη προσοχή και φροντίδα. Τα φυτά σας αναγκαστικά θα μπουν σε χτιστές ζαρντινιέρες ή σε γλάστρες. Στην εμφάνιση θα είναι μια χαρά αλλά θα στεγνώνουν πολύ γρήγορα και θα χρειάζονται συνεχή επιφυλακή. Τα τελευταία χρόνια η κηπευτική βιομηχανία έχει επινοήσει ειδικά ελαφριά χώματα που διατηρούν την υγρασία για χρήση με γλάστρες, στην περίπτωση όμως που δεν είναι διαθέσιμα μπορείτε να προσθέσετε στο χώμα του εμπορίου (ανακατεμένο με κανονικό χώμα) χαλίκια από ελαφριά ηφαιστειακή πέτρα (τούφα) για να εξασφαλίσετε σωστή αποστράγγιση και να μειώσετε το βάρος. ΄Ισως να θελήσετε να βάλετε και προσωρινή προστασία από πλαστικό πράσινο δίχτυ για τα πρώτα χρόνια. Μπορεί να επιβάλλεται, αν η τοποθεσία είναι πολύ εκτεθειμένη.

Έχετε δύο εκλογές για φυτά: θάμνους ή αναρριχώμενα. Ο διαθέσιμος χώρος θα επηρεάσει την εκλογή σας, εφ’ όσον οι θάμνοι πιάνουν πιο πολύ τόπο εις φάρδος. Όσο και να τους κουρεύετε πάλι θα απλώνουν (συνήθως κανένα μέτρο). Τα αναρριχώμενα πιάνουν λιγότερο χώρο στο επίπεδο του εδάφους και είναι απίστευτη η ικανότητα τους να καλύπτουν επιφάνειες. Σας ανταποδίδουν σε κατακόρυφη κάλυψη την ελάχιστη οριζόντια επιφάνεια που χρησιμοποιούν. Θα χρειαστεί να αγοράσετε γερά καλοφτιαγμένα καφασωτά (έτοιμα ή παραγγελία) εμποτισμένα με συντηρητικό ξύλου (φιλικό προς το περιβάλλον αν γίνεται). Για πιο φθηνή λύση μπορείτε να αυτοσχεδιάσετε με ένα από τα διάφορα συρματένια πλέγματα που βρίσκει κανείς στις χώρες της Μεσογείου, στερεωμένα μέσα σε ξύλινη κορνίζα.

Μερικά γερά αναρριχώμενα που προσφέρονται για ανεμοφράγματα είναι, για άνθη το αγιόκλημα (Lonicera caprifolium), η αναρριχητική σάλπιγγα (Campsis radicans), και η Tecomaria capensis. Για φύλλωμα, αντοχή έχουν ο παρθενόκισσος (Parthenocissus tricuspidata), το ρυγχόσπερμο (Trachelospermum jasminoides), και ο κισσός καναρίων (Hedera canariensis). Οι αειθαλείς θάμνοι που αντιστέκονται στην αρμύρα παράκτιων περιοχών συνήθως αντιμετωπίζουν καλά και τον άνεμο. Ο ράμνος (Rhamnus alaternus), η εσκαλλόνια (Escallonia rubra), η γκριζελίνα (Griselinia littoralis), η δάφνη (Laurus nobilis), το δεντρολίβανο (Rosmarinus officinalis), ο καλλιστήμων (Callistemon citrinus), ο μετροσίδερος (Metrosideros excelsa), η πικροδάφνη (Nerium oleander), η αγγελική (Pittosporum tobira) και το μυόπωρο (Myoporum laetum) είναι και όμορφα φυτά και ανθεκτικά στον άνεμο. Τα διακοσμητικά χόρτα έχουν όμορφη κίνηση στον άνεμο αλλά βέβαια δεν προσφέρουν καμιά προστασία. Δοκιμάστε το Stipa tenuissima ή το Stipa calamagrostis – τα φυτά αυτά δίνουν μια άλλη διάσταση στο χώρο, προσθέτοντας και ηχητικά εφέ, καθώς ο άνεμος τα ταράζει.