24/2/11

Cyclamen graecum: μια φθινοπωρινή ομορφιά της Σπάροζας

Άρθρο τoυ Alisdair Aird απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG



Το Cyclamen graecum ανθίζει καθώς το έδαφος αρχίζει να δροσίζει, ιδίως μετά τα πρωτοβρόχια. Στην πλαγιά της Σπάροζας, όπως και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, της Κύπρου και της Τουρκίας, η πρώτη εντύπωση είναι ενός χαλιού από ροζ τουφίτσες.Αν και περιέγραφε ένα διαφορετικό είδος, το C. hederifolium, ο D. H. Lawrence σ’ ένα απόσπασμα του ποιήματος του 1923 "Sicilian Cyclamens" (Κυκλάμινα της Σικελίας) πιάνει εύστοχα την εντύπωση αυτή:

Cyclamens, ruddy-muzzled cyclamens
In little bunches like bunches of wild hares
Muzzles together, ears a-prick,
Whispering witchcraft
Like women at a well, the dawn-fountain.
(Κυκλάμινα, με τις ρόδινες μουσούδες τους
Σε τούφες σαν παρέες άγριων λαγών
Που ψιθυρίζουν, μ αυτιά στημένα,
Μάγια και ξόρκια
Σα γυναίκες σε πηγάδι, πηγή της αυγής.)

Παρατηρώντας προσεκτικά το κάθε φυτό βλέπει κανείς ότι όλα άνθη διαφέρουν, με χρώμα από σχεδόν άσπρο ή αχνότατο ροζ, έως έντονα ρόδινο ή και κόκκινο, με πέταλα πότε φαρδιά και στρογγυλεμένα, πότε κομψά και πιο μυτερά, μερικά με στιλάτη ελικοειδή κίνηση. Τα πιο πολλά έχουν μικρές προεξοχές στις «μουσούδες» απ όπου ξεκινούν τα πέταλα, και γραμμώσεις ή λεκέδες σε πιο σκούρο τόνο να απλώνονται προς τα επάνω από την βάση. Σχεδόν πάντα βλέπεις αυτό το χρωματάκι της βάσης, ακόμα και σε άνθη φαινομενικά ολόλευκα. Οι πραγματικά ολόλευκες μορφές είναι καλλιεργημένες συνήθως. Πολύ σπάνια εμφανίζονται στη φύση – έχω δει ελάχιστες περιπτώσεις στην Κρήτη, και έχω ακούσει για άλλες στην Πελοπόννησο.

Στη Σπάροζα υπάρχουν πολλές εκατοντάδες απ αυτό το μαγευτικό κυκλάμινο, οι περισσότερες φυτρώνουν (όπως συμβαίνει συνήθως μ’ αυτό το ανθεκτικό είδος) στον ήλιο. Μερικές απ τις πιο εντυπωσιακές συγκεντρώσεις είναι προς την κορυφή της πλαγιάς, ιδίως ανάμεσα σε θραύσματα βράχου γύρω στα νεαρά κυπαρίσσια και τις μικρές χαρουπιές. Είναι ό,τι πιο χαρακτηριστικό του ελληνικού φθινοπώρου, ο συνδυασμός των κυκλάμινων, του έντονου αρώματος των ανθών της αρσενικής χαρουπιάς (απαλά κίτρινα βουρτσάκια), και του βουητού των μελισσών που τους τριγυρίζουν.

Συχνότατα στην Ελλάδα τα κυκλάμινα εμφανίζονται έτσι μέσα σε σωρούς σπασμένων βράχων, συχνά στις άκρες αγρών ή εγκαταλελειμμένων ελαιώνων. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται μερικώς στο ότι όταν το έδαφος καλλιεργείται, είτε με τσάπα και ελαφρύ αλέτρι όπως παλιά είτε με τη μηχανική φρέζα των καιρών μας, οι ξεριζωμένες πατάτες του κυκλάμινου πετιούνται σε σωρούς στην άκρη, μαζί με τις πέτρες, τους βράχους και τα άλλα εμπόδια στην καλλιέργεια που αφαιρέθηκαν, και καταλήγουν να ριζώνουνε εκεί. Αλλά ο κύριος λόγος πιθανώς είναι ότι οι σπόροι του κυκλάμινου που μεταφέρονται από μερμήγκια έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να φυτρώσουν σε μια βαθιά προστατευμένη κρυψώνα ανάμεσα σε πέτρες παρά στο ανοιχτό έδαφος.

Αυτό το είδος του κυκλάμινου δεν είναι συνήθως αρωματικό, ιδίως στην κυρίως Ελλάδα, αλλά κάθε τόσο συναντά κανείς φυτά με άνθη που έχουν ελαφρό ευχάριστο άρωμα από καραμέλες. Για φθινοπωρινό άρωμα στη Σπάροζα υπάρχουν οι Narcissus serotinus, οι άγριοι λεπτοί φίνοι νάρκισσοι με την αγγλική κοινή ονομασία που τους παρομοιάζει με το μάτι του φασιανού που δεσπόζουν ανάμεσα στους βολβούς με εντονότατο άρωμα εκτός κλίμακας για ένα τόσο μικροκαμωμένο λουλουδάκι.

Άλλοι βολβοί που ανθίζουν ανάμεσα στους νάρκισσους της Σπάροζας την ίδια εποχή είναι το μικρούλι Prospero autumnalis (syn. Scilla autumnalis), που σε ποσότητα πρέπει σίγουρα να είναι ο πιο κοινός άγριος φθινοπωρινός βολβός της Ευρώπης, και το ντόπιο ιθαγενές Merendera attica. Επίσης ο λευκός Crocus boryi από τη νότια Ελλάδα, ο απαλός μωβ C. goulimyi από τη νότια Πελοπόννησο (πολύ χαρακτηριστικός με το μακρύ κοτσάνι και το κομψό ανοιχτό κύπελλο που σχηματίζουν τα πέταλά του), η φανταχτερή κίτρινη Sternbergia lutea (και μια μικρή έκταση από το πιο μικρό αλλά συγγενές της είδος απ την Κρήτη, την S. greuteriana), και αρκετές αρκετά μεγάλες συγκεντρώσεις του διασκεδαστικού Arisarum proboscideum με τις μακριές ποντικοουρές.

Τα άνθη  των κυκλάμινων συνήθως τελειώνουν κατά τον Νοέμβριο, αν και σε άλλα μέρη βρίσκεις ανθισμένα φυτά ακόμα και τον Δεκέμβριο, και έχω ακούσει ότι στον Υμηττό, πολύ κοντά στη Σπάροζα, μερικά μένουν ανθισμένα ως το τέλος Ιανουαρίου. Στη ζεστή πλαγιά της Σπάροζας, καθώς τελειώνουν τα κυκλάμινα, αρχίζουν να ανθίζουν οι πρώτες ανεμώνες Anemone coronaria, με τα »φτερωτά» φύλλα, πρώτα κυρίως οι λευκές και ελάχιστες από τις ροζ και μωβ που αργότερα καθώς μπαίνει για καλά ο χειμώνας θα κυριαρχήσουν. Επίσης αρχίζουν να εμφανίζονται τούφες από τον Μεσογειακό Narcissus papyraceus, με την πλούσια ευωδιά τους. Τα πρώτα σπαθωτά πράσινα φύλλα των ασφοδέλων αρχίζουν να εμφανίζονται ανάμεσα στα κυκλάμινα, και καθώς η Σάλλη Ραζέλου επεκτείνει τα φυτέματα τα υπέροχα μεγάλα φύλλα της κρεμμύδας (Σκιλοκρόμμυδου) Drimia maritima (syn. Urginea maritima) βγαίνουν παντού. Είναι οι τεράστιοι βολβοί που βλέπουμε να πουλάνε στους δρόμους την πρωτοχρονιά, στολισμένους με χρυσόχαρτα και κορδέλες για το γούρι του νέου χρόνου (μια παράδοση που συνεχίζεται από τα αρχαία χρόνια).

Καθώς μαραίνονται τα κυκλάμινα τα φύλλα τους ανοίγουν και απλώνονται σ’ όλη την ομορφιά τους. Απ όλα τα είδη κυκλάμινων, τα φύλλα του Cyclamen graecum είναι τα ωραιότερα. Συχνά το σχήμα τους είναι της «κούπας» από την τράπουλα, και συνήθως σχηματίζουν μια όμορφη ροζέτα με τις άκρες προς τα έξω. Το κάθε φύλλο δεν είναι πολύ μεγάλο – σε ηλιόλουστα μέρη γύρα στα 6 εκ μάκρος, αλλά σε πιο υγρά και προστατευμένα μέρη μπορεί να συνεχίσουν να μεγαλώνουν όλο το χειμώνα και να γίνουν αρκετά μεγαλύτερα.  Κάθε ροζέτα μπορεί να αποτελείται και από μερικές ντουζίνες φύλλων που επικαλύπτουν το ένα το άλλο – εντυπωσιακό θέαμα – αλλά συνήθως έχουν μόνο μια σειρά από 10-12 φύλλα. Τα σκουροπράσινα φύλλα έχουν μια μοναδική επιφανειακή υφή που φαίνεται καλύτερα αργά το φθινόπωρο, μόλις έχουν ανοίξει τελείως και πριν υποστούν τη φθορά των καιρικών συνθηκών. Αυτή η υφή τους δίνει μια γυαλάδα σαν από σατέν η βελούδο, και έχουν ασημόχρωμα σχέδια – ένα διακεκομμένο βραχιόλι κοντά στην περιφέρεια του φύλλου, και μια κεντρική ασημένια ασπίδα με πολλές ασημένιες «φλέβες» να διακλαδώνονται σ’όλη την επιφάνεια. Η ποικιλία μοιάζει απεριόριστη, και κάθε φυτό έχει την ιδιαίτερη του παραλλαγή. Σε μερικά από τα φυτά της Σπάροζας αυτό το ασημί χρώμα καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του φύλλου – κάτι που παρατηρείται και σε άλλες περιοχές της Αττικής αλλά είναι πολύ σπάνιο αλλού. Αξίζει πάντα να σηκώσει κανείς το φύλλο για να δει την κάτω του μεριά: Μερικές φορες είναι απλώς πράσινη αλλά συχνά είναι κοκκινωπή, η ακόμα και με βαθύ βυσσινί χρώμα.

Σε κάθε φυτό τα φύλλα είναι όμοια μεταξύ τους. Καμιά φορά, βλέπεις δύο τρία φυτά που βρίσκονται πολύ κοντά να μοιάζουν όμοια, αν όμως σκαλίσεις προσεκτικά το χώμα γύρω τους θα δεις ότι σχεδόν πάντα τα φύλλα φυτρώνουν όχι από την πατάτα αλλά από ένα ξυλώδες υπόγειο κοτσάνι. Τα άλλα όμοια «φυτά» θα φυτρώνουν κι αυτά από ανάλογα κοτσάνια, και όλα θα βγαίνουν από την ίδια πατάτα. Έτσι αυτή η μικρή ομάδα όμοιων φυτών αποδεικνύεται ότι είναι ένα και μοναδικό. Τα κοτσάνια αυτά, που λέγονται floral trunks (ανθικοι κορμοί;) μπορεί να φτάσουν μήκος έως και 30εκ. Και να βγαίνουν από μια πατάτα που βρίσκεται βαθειά στη γη, ίσως κάτω από έναν βράχο ή μια μεγάλη πέτρα.  Οι ίδιες οι πατάτες έχουν πολύ ενδιαφέρον. Σ’ αυτήν την κατηγορία, οι βρώσιμες πατάτες, ή οι ντάλιες αναπτύσσονται από ρίζες. Η πατάτα του κυκλάμινου είναι διαφορετική: για να χρησιμοποιήσω τους τεχνικούς όρους, είναι πρησμένοι hypocotyls (υποκότυλοι;) – ο υποκότυλος είναι η περιοχή ανάμεσα στο κοτσάνι και τη ρίζα ενός φυντανιού. Το Cyclamen graecum δεν παίρνει μπρός γρήγορα – τυπικά παίρνει τρία-τέσσερα χρόνια έως ότου ανθίσει για πρώτη φορά, όταν πια η πατάτα του έχει διάμετρο περίπου δύο εκατοστά. Από την άλλη μεριά είναι μακρόβιο και ανθεκτικό. Πολλά από τα φυτά της Σπάροζας είναι αρκετών δεκαετιών. Σε άλλα μέρη έχω δει πατάτες με το μέγεθος ανθρώπινου κεφαλιού. Ενα φυτό δικό μου που έχει μέγεθος πιάτου και έχει μεγαλώσει ελάχιστα στα 35 χρόνια που το έχω πρέπει να είναι υπεραιωνόβιο.


Αν και οι πατάτες είναι από τη φύση τους σφαιρικές, συνήθως εξελίσσονται σε διάφορα απίθανα σχήματα, ανάλογα με το περιβάλλον τους. Ας πούμε, μία που αναπτύσσεται δίπλα σε έναν βράχο με επίπεδη επιφάνεια θα γίνει τελείως επίπεδη από αυτή τη μεριά. Αν ένα  φυντάνι έχει γονιμοποιηθεί βαθειά σε μια σχισμάδα βράχου, η πατάτα του θα μεγαλώσει γεμίζοντας τη σχισμάδα σα να ήταν χυμένη σε καλούπι, και τα άνθη και φύλλα της θα μοιάζουν να φυτρώνουν κατευθείαν απ τον βράχο – πολύ ενδιαφέρον θέαμα.


Οι ρίζες αυτού του είδους διαφέρουν από εαυτές άλλων κυκλάμινων. Οι κυρίως ρίζες είναι χοντρές, σαρκώδεις και κορδονοειδείς, με τη δύναμη να στηρίζουν την πατάτα απόλυτα ακόμα και αν έχει ξεσκεπαστεί από τα στοιχεία της φύσης, ή (όπως συχνά συμβαίνει στην Ελλάδα και Τουρκία) από εκσκαφές δρόμων. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα άνθη και τα φύλλα φυτρώνουν κατ’ ευθείαν απ’ την ορατή επιφάνεια της πατάτας.  Πολλοί πιστεύουν ότι αυτές οι γερές ρίζες μπορούν, τουλάχιστον στην αρχή, να συμπτυχθούν, τραβώντας έτσι τη νεαρή πατάτα πιο βαθειά για να την στερεώσουν. Είναι σίγουρο ότι μοιάζουν να έχουν τη δύναμη να κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά παρόλα αυτά εγώ θεωρώ ότι αυτό είναι μύθος. Αυτό που αληθεύει, όμως, είναι ότι οι λεπτότερες ρίζες που τρέφουν την πατάτα μπορούν να εισχωρήσουν σε μεγάλο βάθος, βρίσκοντας αποθέματα έστω και ελάχιστης υγρασίας ακόμα και την εποχή της ξηρασίας, που αυτό το είδος μοιάζει να ανέχεται ανετότατα.

Η καλύτερη εποχή για να συλλέξετε σπόρους είναι ακριβώς πριν από αυτούς τους καλοκαιρινούς μήνες, πριν μαραθούν τα φύλλα.  Όπως και τα περισσότερα άλλα είδη κυκλάμινων, το C. graecum προστατεύει τους παχουλούς καρπούς του γεμάτους σπόρους, που φτάνουν στο μέγεθος ενός πολύ μεγάλου μπιζελιού, καθώς ωριμάζουν κρύβοντας τους χαμηλά κοντά στη βάση των φύλλων και των γύρω ξερών.  Μόλις ένα άνθος γονιμοποιηθεί, το κοτσάνι του αρχίζει να περιστρέφεται ελικοειδώς και σε λίγο μοιάζει σαν μικρή σούστα. Σε άλλα είδη κυκλάμινων αυτή περιστροφή αρχίζει ή από την κορυφή ή από την βάση, αλλα στο C. graecum συνήθως ξεκινάει από τη μέση του κοτσανιού στρεφόμενο προς τις δύο κατευθύνσεις. Εάν θέλετε σπόρο, το ιδεώδες είναι να βρείτε καρπό  με επιφάνεια χαλαρή. Αν η επιφάνεια είναι σφικτή οι άγουροι σπόροι διατηρούνται σε μια ανοιχτόχρωμη σάρκα.  Μετά η επιφάνεια στεγνώνει και σκάει αποκαλύπτοντας σπόρους με χρώμα ανοιχτό καφετί μέσα σε μια κολλώδη ουσία χρώματος μελιού. Η ουσία αυτή είναι τόσο ελκυστική για τα μερμήγκια, πού αυτά γρήγορα καταλαμβάνουν τον ανοικτό καρπό εξαφανίζοντας τους σπόρους.  Η καλύτερη ευκαιρία να βρείτε ώριμους σπόρους είναι όταν είναι χαλαρή η επιδερμίδα του καρπού, πριν σκάσει και ανοίξει.

Η συλλογή σπόρου άγριων κυκλάμινων επιτρέπεται από την τρέχουσα νομοθεσία οικολογικής προστασίας (αν και τοπικοί νόμοι την απαγορεύουν στην Τουρκία). Αφαιρώντας όμως φυτά ολόκληρα άγριων κυκλάμινων απαγορεύεται αυστηρά.  Έτσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να μεταφυτευτεί με επιτυχία ένα ώριμο άγριο C. Graecum με το εκτεταμένο ριζικό του σύστημα. Το πιο εύκολο είναι να σκορπίσει κανείς με τα πρωτοβρόχια σπόρους στους πιο κατάλληλους τόπους ενός μεσογειακού κήπου: ανάμεσα σε βράχους, ή σε σχισμάδες βράχου, ανάμεσα στις ρίζες ελιάς, δίπλα σε μονοπάτια, σε γυμνά πετρώδη μέρη κοντά σε θάμνους, ή σε σωρούς από πέτρες. Σπόροι από τα κυκλάμινα της Σπάροζας συνήθως διατίθεται από το MGS. Το Cyclamen Society επίσης διαθέτει για τα μέλη του σπόρους που περιλαμβάνουν διάφορες ποικιλίες C. graecum, και γενικοί κατάλογοι σπόρων όπως οι Chiltern Seeds και Seeds-by-Size (για μεγάλες ποσότητες) επίσης διαθέτουν αρκετές ποικιλίες.


22/2/11

Μερικές σάλβιες σε γλάστρες με σχόλια απ' την Σπάροζα

Άρθρο της Caroline Harbouri απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG

Τα τελευταία πέντε χρόνια από τότε που άφησα τον παλιό μου κήπο, πειραματίζομαι προσπαθώντας να εξακριβώσω ποια φυτά μπορούν να μεγαλώσουν με επιτυχία σε γλάστρες κάτω από τις ζεστές και ηλιόλουστες συνθήκες που επικρατούν στην ταράτσα μου στο κέντρο της Αθήνας. Ως κριτήρια επιτυχίας έχω, όχι μόνο το αν ένα φυτό επιζεί για κάποιο χρονικό διάστημα σε γλάστρα, αλλά αν ανθοφορεί στη γλάστρα όσο ή σχεδόν όσο στη γη. Το γένος Solanum, ας πούμε δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στο δεύτερο κριτήριο. Το αναρριχητικό Solanum crispum μεγαλώνει και ανθοφορεί αρκετά καλά, το S. rantonnetii, όμως αναγκάστηκα να το χαρίσω, γιατί όπως ήμουνα συνηθισμένη στην άπλετη ανθοφορία του στον παλιό μου κήπο, δεν άντεχα να το βλέπω με λίγα μίζερα άνθη στη γλάστρα. Για το S. laciniatum δεν έχω φτάσει ακόμα σε τελικό συμπέρασμα. Έχω τον πειρασμό, αν βρω το πολύ ευαίσθητο αναρριχητικό S. wendlandii, να το δοκιμάσω σε κάποια προστατευμένη γωνιά, με τη θεωρία ότι αν ένα αναρριχητικό Solanum πάει καλά, μπορεί να πάει καλά και άλλο. Αντίθετα, όλες οι σάλβιες είχαν μεγάλη επιτυχία σε γλάστρες.

Πριν αρχίσω να τις σχολιάζω μία μία, πρέπει να περιγράψω τις συνθήκες κάτω απ τις οποίες μεγαλώνουν τα φυτά μου. Όλα τα φυτά στην ταράτσα μου είναι σε πλαστικές γλάστρες (πρέπει να πω ότι μισώ τις πλαστικές γλάστρες και θα προτιμούσα να ήταν πήλινες, αλλά δεδομένου ότι έχω πάρα πολλά φυτά, πρέπει να λάβω υπόψη τη σημαντική διαφορά βάρους μεταξύ πλαστικού και πηλού και με βαριά καρδιά να διαλέξω το πρώτο). Χρησιμοποιώ αρκετά ελαφρύ χώμα για γλάστρες με μεγάλο ποσοστό κόμποστ από φύλλα – το κοκκινόχωμα της Αττικής είναι πολύ βαρύ για ταράτσα. Όλα τα φυτά ποτίζονται καθημερινά το καλοκαίρι ή με αυτόματο σύστημα ή με το χέρι, και τον υπόλοιπο χρόνο με το χέρι ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες τους. Όλα είναι στον ήλιο από το πρωί ως το βράδυ το καλοκαίρι χωρίς καθόλου σκιά εκτός απ’ ό,τι προσφέρουν τα γειτονικά φυτά. Επειδή για λόγους και χώρου και βάρους δεν μπορώ επ’ άπειρον να μεταφέρω φυτά σε όλο και μεγαλύτερες γλάστρες, τα μεγάλα θαμνώδη που δεν μπορούν να διαιρεθούν υποβάλλονται σε μια άγρια διαδικασία κάθε δύο χρόνια: Τα βγάζω απ τη γλάστρα, κουτσουρεύω τις ρίζες τους κατά ένα τρίτο, τα κλαδεύω κατά το μισό ή δύο τρίτα, και τα ξαναβάζω στη γλάστρα τους με φρέσκο χώμα. Μέχρις στιγμής όλα έχουν πάει καλά με αυτή τη μεταχείριση. Άλλα φυτά διαιρούνται όταν μεγαλώνουν πολύ, και χαρίζω τα παράγωγα σε φίλους. Καμιά από τις σάλβιες μου ακόμα δεν έχει υποστεί την δραστική μεταχείριση, αν και μια δύο έχουν διαιρεθεί.

Salvia guaranitica
Αυτή αποτελεί εξαίρεση, επειδή δεν είναι στην ταράτσα αλλά στην μικροσκοπική αυλή μου στο ισόγειο, που σημαίνει ότι μπορώ και την έχω σε πήλινη γλάστρα. Την απέκτησα ως μόσχευμα ριζωμένο και τώρα είναι πιο ψηλή από μένα. Μ’ αρέσουν πολύ τα πλούσια βαθειά μωβ άνθη της με τους εντυπωσιακούς σχεδόν μαύρους κάλυκες που φυτρώνουν ανάμεσα στα φύλλα και τις ροζ τρομπέτες της γειτονικής Podranea ricasoliana. Είναι τόσο πληθωρική που την κλαδεύω τακτικά. Σκοπεύω να την βάλω σε μεγαλύτερη γλάστρα τώρα τον χειμώνα. Το περασμένο καλοκαίρι είχε προβλήματα με κάποια ζωύφια scale (η μόνη από τις σάλβιες μου) που αντιμετώπισα με προσωπική μεταχείριση: αφαιρώ τα φριχτά ζουζούνια με το χέρι και σκουπίζω τα κοτσάνια με βαμβάκι βουτηγμένο σε σαπουνόνερο με λίγες σταγόνες καθαρό οινόπνευμα. Μοιάζει να είναι αποτελεσματικό.

Salvia x jamensis
Αυτή έχει μεγάλη επιτυχία. Ακόμα και σε γλάστρα γίνεται μεγάλος και απλωτός, λίγο ακατάστατος, θάμνος με αρωματικά πράσινα φύλλα, και ανθίζει (τα σκούρα κόκκινα λουλούδια μοιάζουν με της S. microphylla αλλά λίγο μεγαλύτερα) για πολλούς μήνες το χρόνο, αν και η κύρια ανθοφορία της είναι νωρίς το καλοκαίρι. Την κλαδεύω όταν παραμεγαλώνει και μου το ανταποδίδει με ακόμα πιο ενθουσιώδη ανάπτυξη. Δε θα την αποχωριζόμουνα με τίποτα.

Salvia elegans
Στα αγγλικά τη λένε «Σάλβια του ανανά», αν και πρέπει να πω εμένα δεν μου μυρίζει σαν ανανάς. Απ όλες μου τις σάλβιες αυτή είναι η λιγότερο ευτυχής το καλοκαίρι στην ταράτσα μου που ψήνεται όλη μέρα, πράγμα λογικό αν σκεφτεί κανείς ότι έρχεται από τα υψηλά υψόμετρα του Μεξικού. Έτσι φροντίζω τον Ιούλιο και τον Αύγουστο να την χώνω κάτω από τη σκιά υψηλότερων φυτών και να είμαι βέβαιη ότι έχει πιάτο κάτω απ τη γλάστρα για να διατηρεί υγρασία. Μόλις τελειώσουν οι μεγάλες ζέστες τη βγάζω στον ήλιο και ζωντανεύει. Τώρα που γράφω είναι Νοέμβριος και είναι γεμάτη κατακόκκινα άνθη.

Salvia madrensis
Αυτή η σάλβια με τα κίτρινα λουλούδια επίσης μου ήρθε απ τη Σπάροζα. Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν αγαπώ ιδιαίτερα τους πυργίσκους από λουλούδια που πετάει το φθινόπωρο, γιατί έχουν ένα χρώμα ωχρό κίτρινο που δεν μου αρέσει. Βέβαια δε φτάνω στο σημείο να τους κόψω. Την έχω κυρίως για τα όμορφα μεγάλα σκουροπράσινα φύλλα με την υπέροχη «τσαλακωμένη» υφή που έρχονται σε όμορφη αντίθεση με τα φύλλα των γύρω φυτών. Τα τετραγωνισμένα κοτσάνια χαρακτηριστικά της σάλβιας είναι ιδιαίτερα φανερά, με τονισμένες αρθρώσεις. Θέλει συνεχές πότισμα, απλώνεται πολύ γρήγορα και χρειάζεται διαίρεση. Την κόβω έως το έδαφος κάθε χειμώνα. Οι νέες φύτρες την άνοιξη είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για τα σαλιγκάρια , και χρειάζεται να κάνω νυκτερινές περιπολίες με φακό.

Salvia leucantha
Και αυτή την κόβω ως το έδαφος κάθε χειμώνα αλλά ευτυχώς τα σαλιγκάρια δεν ενδιαφέρονται για τις νέες φύτρες. Έχω ιδιαίτερη αγάπη για τα λουλούδια της με τη βελουδένια σαν chenille υφή τους. Της δικιάς μου (είναι ανθισμένη τώρα το Νοέμβριο) τα λουλούδια έχουν έντονο μωβ χρώμα και λευκό. Άλλες, με πιο απαλό μωβ χρώμα δεν μου αρέσουν τόσο. Βρίσκω ότι αυτό το φυτό ευδοκιμεί εξ ίσου στη γλάστρα όσο στον κήπο μου. Μάλιστα υποψιάζομαι ότι εκτός αν ποτίζεται άπλετα και τακτικά στον κήπο, είναι πιο πυκνή και φουντωτή στη γλάστρα. Στο Monterey την είδα σε πολλούς κήπους αλλά πρόσεξα ότι ήταν μάλλον αδύναμη και κακομοίρικη.

Salvia lavandulifolia
Γενικά, τα κλασσικά Μεσογειακά αρωματικά φυτά, όπως το δεντρολίβανο και η λεβάντα, δεν ευδοκιμούν , ούτε αντέχουν πολύ σε γλάστρες, γιατί είναι συνηθισμένα σε συνθήκες ξηρασίας και γι αυτό τους αρέσει να στέλνουν τις ξυλώδεις ρίζες τους βαθιά μέσα στο χώμα. Ούτε τους αρέσει το τακτικό πότισμα που είναι απαραίτητο στην περίπτωση της καλλιέργειας σε γλάστρα. Έτσι ποτέ δεν είχα τον πειρασμό να δοκιμάσω ούτε την Salvia officinalis (το φασκόμηλο) ούτε την S. τriloba, σε γλάστρα.
Κι όμως ετούτη η αρωματική σάλβια με τα μωβ λουλούδια (δεν είμαι σίγουρη εάν είναι το είδος ή ένα υποείδος της S. lavandulifolia) είναι λιγότερο ξυλώδης, και την έχω σε γλάστρα εδώ και πέντε χρόνια χωρίς κανένα πρόβλημα. Ανθίζει την άνοιξη για σχετικά σύντομο διάστημα, αλλά τον υπόλοιπο χρόνο με ελάχιστο κλάδεμα σχηματίζει ένα τακτικό γκριζοπράσινο μαξιλαράκι πού πάντα μοιάζει όμορφο.

Salvia uliginosa
Δεν την έχω δοκιμάσει ποτέ στο έδαφος. Στη γλάστρα χρειάζεται πολύ νερό (που είναι φυσικό όταν η κοινή ονομασία της στα αγγλικά είναι Bog Sage, δηλαδή του βάλτου). Αξίζει κάθε σταγόνα όμως, γιατί τα ψηλά άνθη της σε σιέλ και λευκό χρώμα, πολύ αγαπητά στις μέλισσες, και τα φρέσκα πράσινα φύλλα της που θυμίζουν μέντα.

Salvia farinacea
Έχω πλάι πλάι την S. farinacea ‘Victoria’, με μωβ λουλούδια, και μια άγνωστη ποικιλία με λευκά λουλούδια. Και τις δύο τις κόβω ως το έδαφος κάθε χειμώνα. Και οι δύο είναι ευχάριστα σεμνά φυτά γλάστρας, αρκετά φουντωτά με απαλά φύλλα, όχι ψηλότερα από μισό μέτρο και με ικανοποιητική ανθοφορία. Κατά τη γνώμη μου η ‘Victoria’ δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερα αλευροειδές (farinacea) αλλά αυτή με τα λευκά λουλούδια δίνει μια ελαφρά «αλευρωμένη» εντύπωση που κάνει πιο κατανοητή την αγγλική κοινή της ονομασία Mealy Sage.

Salvia discolor.
Την έχω αφήσει τελευταία γιατί είναι η αγαπημένη μου. Είναι ιδιαίτερα όμορφο φυτό, η βασίλισσα του είδους, με ματ πράσινα φύλλα πιο ανοιχτόχρωμα απ την κάτω μεριά, λευκά κοτσάνια και φίνα μαύρα λουλούδια με ανοιχτοπράσινους κάλυκες. Είναι λίγο ευαίσθητη στο κρύο, γι αυτό πριν μερικά χρόνια η Σάλλη Ραζέλου μου έδωσε τη (τότε) μονάκριβή της S. discolor σε μια γλάστρα για τους χειμωνιάτικους μήνες, πιστεύοντας ότι θα είναι πιο προστατευμένη στο κέντρο της Αθήνας απ ότι στη Σπάροζα. Ήταν μεγάλη η ευθύνη: την επιθεωρούσα κάθε μέρα μην τυχόν και πάθει τίποτα και έχω να αντιμετωπίσω την οργή της Σάλλη. Ευτυχώς έβγαλε το χειμώνα μια χαρά, και μάλιστα ύστερα από λίγο παρείχε το μόσχευμα για το δικό μου φυτό. Πέρσι το χειμώνα χρειάστηκε να το κατεβάσω απ την ταράτσα στην πιο προστατευμένη αυλή, όπου υπέφερε από την υγρασία και δεν έμοιαζε καθόλου ευτυχής, αλλά ευτυχώς συνήλθε αμέσως μόλις την ξανανέβασα στην ταράτσα την άνοιξη. Φέτος τον χειμώνα θα πρέπει να της βρω μια θέση όπου θα είναι προστατευμένη όχι μόνο από το κρύο αλλά κι από την υγρασία. Αν έπρεπε να έχω μόνο μία σάλβια, σίγουρα θα διάλεγα ετούτη.

Έχω τρείς ακόμα σάλβιες αλλά δεν τις περιλαμβάνω εδώ γιατί ακόμα δεν έχω ανακαλύψει την ποικιλία τους (πόσο με εκνευρίζουν τα φυτώρια που πουλάνε ανώνυμα φυτά…). Μια έχει μικρά φύλλα και λευκά άνθη και είναι ελαφρώς γυμνόκλαδη, σαν την Salvia microphylla – μάλιστα αναρωτιέμαι μήπως είναι η S. microphylla ‘Alba’ (αν και τα φύλλα της δεν είναι αρωματικά). Η δεύτερη μοιάζει με S. microphylla σε φύλλα και σχήμα και έχει λουλούδια του ίδιου τύπου, αν και λίγο μεγαλύτερα σε χρώμα κάπου μεταξύ ιβουάρ και πολύ ανοιχτού κιτρινοκρέμ. Η τρίτη είναι γερό φυτό, με σκληρά κλαδιά και μικρά μωβ λουλούδια. Φέτος το χειμώνα θα πρέπει να κάνω τον ντέτεκτιβ μήπως μπορέσω να ανακαλύψω τα ονόματά τους.

Mε λίγες εξαιρέσεις, ένα φυτό που πάει καλά σε γλάστρα πιθανότατα θα πάει ακόμα καλύτερα στο έδαφος – εφ όσον βέβαια φυτευτεί σε κατάλληλο γι αυτό μέρος. Έτσι αποφάσισα να ρωτήσω τη Σάλλη Ραζέλου για την εξέλιξη που είχαν μερικές από τις παραπάνω σάλβιες στη Σπάροζα.

Salvia guaranitica
«Αυτή η σάλβια αναπτύσσεται υγιέστατα στη μεσαια πεζούλα και έχει μεγαλώσει πάρα πολύ. Ανθίζει δύο φορές – μία την άνοιξη και νωρίς το καλοκαίρι πρίν πιάσουν οι μεγάλες ζέστες, και άλλη μία το φθινόπωρο. Πιστεύω ότι με συνεχές πότισμα θα άνθιζε όλο το καλοκαίρι. Τώρα ποτίζεται κάθε τέσσερεις περίπου μέρες. Και το φύλλωμα του και οι ανθισμένοι πυργίσκοι με χρώμα σκούρο μώβ προς το μπλέ είναι μεγάλης ομορφιάς.»

 Salvia madrensis
“Έχει γίνει τεράστια και καταλαμβάνει πολύ χώρο ακριβώς έξω απ τον κλειστό κήπο νότια απ το σπίτι, βλέποντας προς τα φρύγανα. Χρειάζεται πολύ δραστικό κλάδεμα σύντομα. Τώρα, με προχωρημένο το φθινόπωρο είναι ανθισμένη πληθωρικά – προσωπικά εμένα μου αρέσουν πολύ οι υπέροχοι κίτρινοι πυργίσκοι της – και οι επισκέπτες που έρχονται τέτοια εποχή πάντοτε εντυπωσιάζονται. Το χρώμα του είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό ενός αγνώστου ποικιλίας Senecio που βρίσκεται λίγο παρακάτω, εκεί που αρχίζουν τα φρύγανα. Είναι φυτό που χρειάζεται λίγο πότισμα και έχει την ίδια μεταχείριση με την S. guaranitica, δηλαδή ποτίζεται κάθε τέσσερεις περίπου μέρες. Τα μεγάλα φύλλα της είναι ιδιαίτερα όμορφα.»
Salvia leucantha
“Αυτή επίσης μεγαλώνει και απλώνεται στις πεζούλες αλλά ποτίζεται λιγότερο από τις προηγούμενες δύο σάλβιες. Αρχίζει να ανθίζει μετά τα πρωτοβρόχια το φθινόπωρο. Σκοπεύω να την φυτέψω και σε άλλα μέρη του κήπου, στα φρύγανα ας πούμε, και να δω πως τα καταφέρνει με ελάχιστο νερό.»

Salvia lavandulifolia ssp. vellerea
«Την έχω σε διάφορα μέρη του κήπου αλλά διαπίστωσα ότι ξεραίνεται όταν στερηθεί το νερό τελείως, π.χ. στον κήπο του Derek που δεν ποτίζεται το καλοκαίρι. Διατηρείται καλά, όμως όταν φυτρώνει κοντά σε φυτά που ποτίζονται κάθε τόσο – ας πούμε κοντά στην κατάληξη της ράμπας της ανατολικής βεράντας, όπου ναι μεν δεν ποτίζεται αλλά επωφελείται της δροσιάς των γύρω φυτών που είναι ενταγμένα στο αυτόματο σύστημα… σε σημείο που να έχει σχηματίσει μια μεγάλη τούφα με διάμετρο ενός μέτρου. Πολλαπλασιάζεται εύκολα και χρησιμεύει ως όμορφη εδαφοκάλυψη γι αυτό την χρησιμοποιώ συχνά εδώ κι εκεί στον κήπο."

Salvia discolor
«Αυτή αποτελεί την μεγαλύτερη επιτυχία. Ποτίζεται λιγότερο από τις άλλες σάλβιες στις πεζούλες αλλά δεν μαραίνεται ποτέ και μοιάζει να ανθίζει συνεχώς, χειμώνα και καλοκαίρι. Μια φορά που τη σκέπασα με ειδικό ύφασμα για προστασία απ την παγωνιά, συνέχισε να ανθίζει ακόμα και κουκουλωμένη. Στη μικρή πεζούλα κάτω απ τη ράμπα ξεχύνεται και κατεβαίνει απ το τειχίο σε σημείο που να έχω πεισθεί ότι αυτή η σάλβια αρέσκεται να χύνεται πάνω από κάτι. Χρειάζεται τη λιγότερη φροντίδα και συντήρηση, γιατί ακόμα και όταν μαραίνονται και πέφτουν τα λουλούδια της αφήνουν μόνο κάτι διακριτικά ξερά κοτσανάκια που κόβονται εύκολα με το χέρι.»